''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Friday, February 27, 2009
η βέρα
Προσπάθησε με υπομονή, να κοιτάξει λίγο πιό προσεκτικά πάνω από τον νεροχύτη και μέσα στο λιποσυλλέκτη. Έκανε λίγο πλάγια, αριστερά και δεξιά, ώστε να αφήσει αυτό το έστω λιγοστό φως του παραθύρου να φωτίσει τον σκοτεινό σωλήνα.
Η βέρα, είχε γλυστρίσει από το δάχτυλο της, με την βοήθεια του ζεστού νερού και του απορυπαντικού, την ώρα που είχε τελειώσει η ακατέργαστη ζάχαρη και ξέπλενε το λευκό κεραμικό βάζο με το μεταλλικό καπάκι. Και τώρα αναπαυόταν επάνω στο σταυρό που σχημάτιζαν oι σωλήνες σε βάθος 15-20 εκ., τόσο το υπολόγιζε.
Πάλι καλά!
Θα σμίλευε παλάμη και δάχτυλα έτσι ώστε να πάρουν αυτό το στενό κυλινδρικό σχήμα.
Έκανε μιά προσπάθεια ακόμη. Βύθισε το σφιγμένο χέρι της βαθιά, αλλά δε ξεπέρασε τα δέκα εκατοστά. Το έφερε μουδιασμένο πίσω. Ξέπλυνε με λίγο νερό και σαπούνι.
-Τι θα κάνω τώρα; σκέφτηκε ενώ ένα κύμα ζεστού αίματος κυλούσε αργά, εσωτερικά στο πρόσωπο της. Ζεσταινόταν, είχε ιδρώσει. Έκοψε δυό κομμάτια μαλακού χαρτιού κουζίνας και σκούπισε πρόσωπο και λαιμό.
-Ουφφφ.. !!! ξεφύσηξε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μισόκλεισε με μία ακούσια κίνηση τα βλέφαρα της. Το φως του ήλιου, ενεργούσε με μία απίστευτη δύναμη στα μάτια της, τόσο που μέσα στο σπίτι, προτιμούσε πάντα τις σκοτεινές γωνιές και έξω, φορούσε πάντα, μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου.
Κοίταξε τα δάχτυλα της που είχαν φουσκώσει από την πίεση. Ήταν κόκκινα, έμοιαζαν πληγωμένα. Η βέρα όμως καθόλου δεν της ταίριαζε, σαν ξένο σώμα έδειχνε επάνω της. Αν, έλεγε, αν ποτέ αποκτήσω αρραβωνιαστικό, θα την κρεμάσω να εδώ, κι έδειχνε το πλούσιο μπούστο και το σκαφτό λακάκι του λαιμού. Αυτό βέβαια, δεν σήμαινε πως θα έπρεπε να την χάσει!
Να καλούσε υδραυλικό, ναι, αυτό θα ήταν μία σωστή λύση.
Βρήκε την ατζέντα της και κλείστηκε στην κρεββατοκάμαρα. Σχημάτισε τον αριθμό.
-Απουσιάζουμε λόγω του τριημέρου, θα μας βρείτε την Τρίτη.. στις 3 του μήνα..
-Όχι ρε γαμώτο, όχι και τι θα κάνω τώρα.. τι θα κάνω..
Χτυπιόταν καθισμένη στην άκρη του κρεββατιού, αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να άνοιγε η γη να την καταπιεί, μα δε γινόταν να μείνει γιά πολύ ακόμη.. Άνοιξε την πόρτα αποφασισμένη.
Άκουσε την φωνή της φίλης της.
-Βρε Δεσποινάκι έλα λίγο να σε δω.. άσε επιτέλους τις δουλειές, δεν τελειώνουν..
-Έρχομαι, τώρα.. να.. φέρνω τους καφέδες..
(Και πως της το λένε τώρα;) αναρωτήθηκε. (Τι να σε κάνω, έτσι όπως τα σκάτωσες, έτσι να τα τακτοποιήσεις.. εδώ σε θέλω).
Είχε βάλει την καφετιέρα εδώ και ώρα. Γέμισε δυό φλυτζάνια. Κοντοστάθηκε λίγο, ξαναπήγε στον νεροχύτη. Σχεδόν βύθισε τα μάτια της στο λιποσυλλέκτη. Ήταν ακόμη εκεί..
Ξαναπροσπάθησε, μήπως και φτάσουν τα δάχτυλα της βαθύτερα. Μπαα.. χειρότερα ήταν κι όχι καλύτερα. Όουπς, τα ξαναέφερε στην άκρη του νεροχύτη με το νύχι του δείκτη σπασμένο. Το ξέπλυνε και το έβαλε στο στο στόμα της. Έτρεχε αίμα.
Πήρε στα χέρια τους καφέδες και τους ακούμπησε στο τραπέζι του σαλονιού..
Παρατήρησε τα κομψά δάχτυλα της φίλης της, θυμήθηκε το πόσο θαύμαζε αυτό το δαχτυλίδι στο χέρι της, τις κινήσεις της, το αίσθημα το οποίο άφηναν. Δεν ήταν το τι φορούσε, αλλά το πως υποστήριζε ό,τι φορούσε!
-Μαράκι, θυμάσαι πριν λίγο που μου έλεγες, πόσο ταιριάζει η βέρα σου στα δάχτυλα μου ε; Αλήθεια, ρε φιλενάδα, σε πειράζει να την κρατήσω ως την Τρίτη;
υ.γ. εύχομαι καλό τριήμερο σε όλους σας, μιά υπέροχη Καθαροδευτέρα και μην ξεχάσετε να πετάξετε χαρταετό ε; ακόμη κι αν έχουν μεγαλώσει πολύ τα παιδιά! :)))
Tuesday, February 24, 2009
ο ακορντεονίστας
Saturday, February 21, 2009
ελληνικός καφές+λουκουμάκι+έκθεση φωτογραφίας
Κάτι ντουζάκια, κάτι ξυρισματάκια, λίγα ψώνια, γιά καφέ φτάσαμε περασμένες δωδεκάμιση.
Καφωδείον ''το ελληνικόν''.
Πανέμορφο, διαφορετικό, ατμοσφαιρικό, φοιτητικό και όχι μόνο, πλούσιο σε διάκοσμο, επιβλητικό.
Καφές ελληνικός, γιατί και να μη σου αρέσει, η εικόνα του ψησίματος στην άμμο σχεδόν μπροστά σου, σου διώχνει και τους τελευταίους ενδοιασμούς.
Τσιγάρο απαραίτητα, κι οι κάφτρες στο μπρούτζινο τασάκι.
Έχω βάλει μέσα στο τσαντάκι, γάντια, γυαλιά ηλίου.
Έχω βγάλει, πακέτο από τσιγάρα, αναπτήρα, φωτογραφική.
Κοιτάζω γύρω, στους τοίχους παλιές φωτογραφίες, γκραβούρες, αφίσες, όργανα μουσικά κι ένα κάτι ανάμεσα, σαν πιάτο, σαν κύμβαλο, σαν ασπίδα, με μία μεγάλη πορφυρή πέτρα στο κέντρο, που λάμπει κάτω από του μικρούς πολυέλαιους. Κρύσταλα ορθογώνια, λάμπες επιτραπέζιες σε αποχρώσεις θαμπού χρυσού, ήχοι από ζάρια και πούλια που χτυπούν με μανία στο τάβλι, τσιγάρο ξανά και ελληνικός καφές σε μπακιρένιο μπρικάκι. Λουκουμένια μπουκιά στο πλάι.
Το όλο θέμα με ερεθίζει αφάνταστα. Κοιτάω την φωτογραφική μου, κοιμάται μέσα στην θήκη της. Θέλω να την βγάλω και να τα απαθανατήσω όλα, μεγάλος ο πειρασμός, όλα, πρόσωπα και αντικείμενα, κυρίως εκείνο τον παππού με την εγγόνα του, που κατέβηκαν θαρρείς από το 1960 στο σήμερα γιά να την τρατάρει σοκολάτα ρόφημα με μπόλικη σαντιγύ.
Θέλω να φωτογραφίσω την βουλιμία του μικρού κοριτσιού, καθώς βουτάει χείλια και γλώσσα στην άσπρη κρέμα, τις ρυτίδες του παππού, τον χάρτη που ζωγραφίζεται στο ταλαιπωρημένο γεροντίστικο πρόσωπο.
Η παρέα μου μου κάνει νόημα, όρμα το, που θα βρεις άλλη τέτοια ευκαιρία, το σκέφτομαι, δεν αγγίζω καν την ψηφιακή, ντρέπομαι.
Στο τρίτο τσιγάρο, μη σου πω τέταρτο, στο φλυτζάνι μου υπάρχει μόνο το κατακάθι του καφέ, ο παππούς έχει πάρει με την εγγόνα το δρόμο γιά το σπίτι, τραπέζια έχουν κάνει αλλαξιές από πελάτες, πληρώνουμε τα 5 ευρώ, πάφτηνο το αντίτιμο, κι ανεβαίνουμε τα σκαλάκια προς το πατάρι του μαγαζιού.
Άλλος χώρος έκπληξη εκεί, βιβλιοθήκες με σπάνια βιβλία, και μία έκθεση φωτογραφίας, τόσο μικρή μα και τόσο όμορφη. Χρώματα, πορτοκαλοκόκκινα ρόπτρα, μπλε θάλασσες, ώχρες, σέπια, άσπρο μαύρο..
Είναι απίστευτη η δουλειά που κάνουν άνθρωποι που αγαπούν την τέχνη.
Υπογράφω στο βιβλίο των εντυπώσεων, και φεύγω, άλλη μιά φορά, έχοντας κατά νου μιά Θεσσαλονίκη, όπου σε κάθε βήμα, θα ανταμώνεις στέκια καλλιτεχνικά, κι εκθέσεις τόσο ερασιτεχνών, όσο κι επωνύμων.
Της πάει της πόλης μας, μιά πόλη, που εάν ξεβάψεις το πάνω πάνω στρώμα χρώματος, το γκρι, θα ανακαλύψεις, σοφιστικέ επιθυμίες και εικαστικές φαντασιώσεις.
Δεν ξέρω εάν η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική, αλλά μπορώ να πω με μεγάλη σιγουριά πως είναι θέση και φύση καλλιτεχνική.
Έστω γιά όσους το βλέπουν!
Συγχαρητήρια σε όλη την ομάδα, γιά τις καλλιτεχνικές τους ευαισθησίες..
Η αφίσα της έκθεσης, εκπληκτική! Το θέμα, από την φωτογραφία που μου άρεσε και πιό πολύ!
Friday, February 20, 2009
ενδύομαι προσωπείον
Thursday, February 19, 2009
μείνε εκεί
Πάνω σε στέγες αχνισμένες, με χιόνι που αρνείται να κάνει την εμφάνιση του. Πίσω από ραγισμένους τοίχους που αναβλύζουν νοσταλγία και πόνο.
Είπες, μοιάζω με χοντρό κομμάτι πάγου, σε ένα γιγαντιαίο κύβο. Να ακουμπήσεις τις ακμές μου φοβάσαι. Γιά τις γωνίες δε το συζητώ.
Είπες, άλλαξα, οι πριν σελίδες ήταν καλύτερες, κομμένες και ραμμένες στα δικά σου σαλιωμένα δάχτυλα.
Είναι έτσι!
Έκανα ένα σάλτο και πετάχτηκα έξω από την εικονογράφηση. Έχει ένα καθαρό ουρανό εδώ, με το κρύο να μπερδεύει το αίμα στις φλέβες.
Ξέρω πως είσαι ακόμη, κρυμμένος καλά, στα σταυρωτά κορδόνια από τις παλιές μου ελβιέλες.
Μείνε εκεί σε παρακαλώ, είναι τόσο όμορφα να είμαι μόνη.
Monday, February 16, 2009
συμπτωματική συνάντηση
Είχε ιδρώσει, ήθελε τσιγάρο. Έκανε να ψάξει το πακέτο στην τσάντα της, όλο πως θα το κόψει υποσχόταν αλλά ΔΕΝ.., μα την σταμάτησε το απαγορευτικό σήμα στο λευκό τοίχο, ακριβώς απέναντι. Δίπλα, η υπεύθυνη του ορόφου, μία κλασσική, συντηρητική γυναίκα, σχεδόν συνομήλικη, με ένα χαμηλό, βαρύ κότσο να ακουμπάει στον αυχένα, παρατηρούσε με προσοχή κάθε της κίνηση.
Βαριά μυρουδιά, από πολυκαιρισμένο και χιλιοχρησιμοποιημένο χαρτί. Φταρνίστηκε. Θυμήθηκε τις εξετάσεις που έπρεπε να κάνει γιά την αλεργία της. Έβγαλε χαρτομάντηλο και σκούπισε την μύτη της.
Είχε μιά γεύση μετάλλου στη γλώσσα. Μέταλλο και αίμα μαζί.
1975 λοιπόν, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάιος.
Ημέρα Τρίτη, στις 18 του μήνα.
Σημάδεψε νευρικά με τα δάχτυλα την φυλλάδα, κι έκανε να την τραβήξει έξω, κάτω από την στίβα των υπόλοιπων εφημερίδων.
-Μ ενδιαφέρουν οι εφημερίδες της δεκάτης ογδόης Μαίου του 1975.
Η υπάλληλος, άφησε το βλέμμα από την παράξενη αλλά όμορφη γυναίκα, και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.
Του χαμογέλασε, της φάνηκε γνωστή φυσιογνωμία, ένας συμπαθητικός άντρας όχι πάνω από σαράντα, το πολύ σαρανταπέντε. Αραιωμένα μαλλιά, γκρίζοι κρόταφοι, κι ένα ζευγάρι γυαλιά σε μιά μετρίου μεγέθους μύτη.
Σηκώθηκε, και του έδειξε τον διάδρομο και το σημείο. Είχε φαρδιά περιφέρεια, αλλά περπατούσε αεράτη. Η φούστα της ανέμιζε σκεπάζοντας τους αστραγάλους. Επέστρεψε στο γραφείο, σα να μην ήθελε να βρίσκεται γιά ώρα εκτεθειμένη, κι έκανε πως διαβάζει ένα έντυπο. Χτύπησε το τηλέφωνο.
Στηρίχτηκε στα γόνατα, κι άρχισε να ψάχνει. Σημάδεψε με τα δάχτυλα την φυλλάδα που ανταποκρινόταν στην ημερομηνία που αναζητούσε, κι ακούμπησαν άθελα τα χέρια του στα δικά της.
Τράβηξαν κι οι δυό μαζί, με μία κίνηση, την ίδια εφημερίδα.
Κοιτάχτηκαν αμήχανα.
-Παρακαλώ, προηγείστε της είπε ευγενικά.
Τον περιεργάστηκε.
Πίσω του ακριβώς, το τμήμα των παλιών περιοδικών. Ξεχώριζαν κάποια τεύχη του μικρού ήρωα.
-Είναι της 18ης Μαίου του 1975, του απάντησε, σε μία υποθετική ερώτηση.
-Το ίδιο ψάχνω κι εγώ, αλλά κάντε την δουλειά σας, θα περάσω μιά άλλη μέρα.
Του έδωσε το χέρι της.
-Ήθελα κάποιες πληροφορίες γιά το ατύχημα, του χαμογέλασε ακόμη πιό αμήχανη, εσείς;
-Μα κι εμένα το θέμα της πτώσης του αεροπλάνου μ ενδιέφερε.. αναφέρω κάτι σχετικό στο βιβλίο μου, ξέρετε.. αλλά δεν συστήθηκα ακόμη.. Ανδρέας Καλφόπουλος, συγγραφέας.
Στο καφέ, στη διπλανή ακριβώς πόρτα από την είσοδο της βιβλιοθήκης, τόλμησε να την ρωτήσει.. καθώς άναβε ένα λεπτό μυρωδάτο πουράκι.
Είχε ένα πικάντικο μουτράκι που του θύμιζε σκίουρο, έξω από το δάσος.
Μάτια κουρασμένα και κόκκινα. Υπερωρίες σκέφτηκε.
-Εσείς; Τι σχέση είχατε με το ατύχημα;
Δοκίμασε το τσάι της με γεύση δαμάσκηνο. Έστρωσε με τα χέρια την φούστα, πάνω από το λουλουδάτο καλσόν. Ρούφηξε με δύναμη, και έστειλε νευρικά τον καπνό ψηλά. Τον ζύγισε, όσο μπορείς να ζυγίσεις κάποιον που τον γνωρίζεις λίγα λεπτά, αλλά όσο να πεις και μόνο η λέξη ''συγγραφέας'' έχει κάτι το συναρπαστικό σαν ιδιότητα.
Ο πιλότος, είπε, καθώς η ζεστή γουλιά ακόμη μαλάκωνε τον λαιμό της, ο πιλότος, τον έφερε στο νου της, λεπτά χαρακτηριστικά, διάφανες γαλάζιες χάντρες μάτια, ήταν ο πατέρας μου.
Στο μικρό χαρτάκι, κάτω από το πιατάκι με τα μπισκότα, εκτός από την τιμή των έξη ευρώ, έγραφε και την σημερινή ημερομηνία.
18 Μαίου, 2009, ημέρα Τρίτη.
Sunday, February 15, 2009
κρύο..
Η νύχτα περνάει αργά. Οδός Αριστοτέλους.
Στο πλακόστρωτο οι σκηνές από την ''σκόνη του χρόνου''. Πατάω επάνω στο αμυδρό χαμόγελο της Ιρέν Ζακόμπ. Νοσταλγώ την Βερόνικα. Μέσα σε ένα δύωρο, με το πηγούνι κρυμμένο σε ένα πλεκτό κόκκινο ζιβάγκο, ζω ολόκληρο μισό αιώνα. Και κάτι παραπάνω.
Ένα τραμ, βογκητά, ένα παιδί. Οι στιγμές που αιωρούνται στο χρόνο, αδύναμες να διαλυθούν. Η ουτοπία της αναζήτησης ενός τρίτου φτερού.
Κρύο.
Ένα καπέλλο, δύο κασκόλ τυλιγμένα στο λαιμό, πολλά ερωτηματικά, ρίγος στην ραχοκοκκαλιά, γρήγορα βήματα, το χέρι σου ψάχνει στην τσέπη μου το δικό μου, σε ζεσταίνω με τα γάντια μου, μιά παρέα εφήβων χοροπηδάει στους ήχους ενός ακορντεόν, κάποιος μιλάει στο κινητό, κάποιος άλλος δυσανασχετεί, οθόνες δείχνουν την ώρα στο σκοτάδι, τέλειωσε, όλα με το που ξεκινούν έχουν ήδη τελειώσει, η πραγματικότητα δείχνει τόσο λίγη, ενισχύω με διαδικασίες προετοιμασίας και οι μετέπειτα κουβέντες ως το πρωί δίνουν παράταση στον χρόνο της ψευδαίσθησης.
Οι καλλιτέχνες δίνουν αυτό που έχουν μέσα τους. Ιεροτελεστία ατομική. Οι συμβολισμοί έρχονται γιά να δικαιολογήσουν τις εικόνες. Γιά να υπογραμμίσουν τις σκέψεις.
Αν π.χ. σε εξιτάρει όλο αυτό που αποπνέει η εικόνα μιάς ατμομηχανής, θα πρέπει να του δώσεις συμβολικές προεκτάσεις γιά να περάσει, να γίνει αποδεκτό από τον θεατή. Αυτό, ή το αγαπάς ή το μισείς. Ή το αποδέχεσαι ή το απορρίπτεις.
Η νύχτα πέρασε. Είναι πρωί, μεσημέρι πιά και θέλω να εξαφανιστώ πίσω από τα φύλλα μιάς εφημερίδας, με τον ήλιο να κλωτσάει τα παράθυρα μου!
Saturday, February 14, 2009
αγάπη..
αν δεν το βλέπαμε μαζί.. !!!
____________________________
Διασκευή στίχων του Γ. Παυλόπουλου
Τυφλός από χρόνια ο ποιητής
παλεύει μ’ ένα μαύρο κάρβουνο ναγράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Στ’ όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.
και τότε…
Σ’ αγαπώ είπε στο ποίημα
και το αγκάλιασε παράφορα.
Εκείνο δε μίλησε.
Τον φίλησε στο στόμα ξέροντας
πως πάντα θα το ξεχνούσε
για χίλια άλλα ποιήματα.
Wednesday, February 11, 2009
ομάδα αίματος, Ο θετικό
Έβγαλε ένα σωρό χαρτιά, και χαρούμενη τα αράδιασε μπροστά της.
Κομμένες σελίδες από ημερολόγια, χρωματιστά τετράγωνα post it, γραμμένες χαρτοπετσέτες, και μιά σημείωση, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, δυό τρεις λέξεις, από την κάτω πλευρά του χρυσαφί Karelia.
Ένα ποτήρι του νερού, και μέσα ένα μπουκετάκι γιασεμί να μοσχοβολά ο τόπος.
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Σταμάτησε λίγο να σκεφτεί.
Έψαχνε έναν ιδιαίτερο τρόπο, μία ειδική οπτική γωνία, να αδειάσει την ψυχή της. Να ξεδιπλώσει το μέσα της. Να ξεριζώσει ό, τι είχε τρυπώσει με δόλο ή ηθελημένα και κυλούσε στις φλέβες της μαζί με το κατακόκκινο αίμα, ομάδος Ο θετικού.
Δεν ήταν σπάνια. Ούτε αυτή ήταν δακτυλοδεικτούμενη. Μιά κοινή γυναίκα ήταν που από τα νιάτα της ακόμη περνούσε απαρατήρητη, πόσο μάλλον τώρα που καβαντζάριζε τα πενήντα. Μισό αιώνα ζωής!
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Τις λάτρευε αυτές τις στιγμές, τις έβλεπε κάπως σαν ψυχοθεραπεία. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να υπολογίσει, τα λεφτά που κέρδιζε. Ένα εξηντάρι την φορά, πριν μία πενταετία της έπαιρνε η ψυχολόγος. Και μετά από παρακαλητά, γιατί η κανονική τιμή, ήταν ένα δεκάρικο ευρώ παραπάνω. Έκπτωση είχαν μονάχα οι έχουσες απόλυτη οικονομική ανάγκη, οι χωρισμένες, αυτές που μεγάλωναν μόνες τους τα παιδιά κλπ.
Το τσιγάρο να αργοσβήνει ανάμεσα στα δάχτυλα του αριστερού κι ο καφές με γεύση μαύρης σοκολάτας να κρυώνει στην χούφτα του δεξιού.
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Κι οι σκέψεις να απλώνονται βίαια στο χαρτί. Λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους εκ πρώτης όψεως. Ήταν το παιχνίδι της να τις ταιριάζει. Να τις στοιχίζει, να τις τοποθετεί στην σωστή σειρά, σα μιά μπουγάδα ασπρόρουχα, απλωμένα στην εξοχή, πιασμένα το καθένα με το δικό του ασημί μανταλάκι, από το τεντωμένο σκοινί. Και να μυρίζουν τόσο όμορφα!
Τίποτα το μαγικό. Έγραφε όσο πιό απλά μπορούσε. Όσο πιό αληθινά. Γιά το φθινόπωρο, έγραφε γιά φύλλα ξερά, σε τόνους γήινους, που έφευγαν πέρα δώθε με το πρώτο φύσημα του ανέμου. Την άνοιξη, έβαζε τις κερασιές να ανθίζουν σε χρώματα ροζ. Έφτιαχνε πέπλο μ αυτά τα λουλούδια και σκέπαζε τον ουρανό. Διάλεγε κι ένα σμήνος μέλισσες να βουίζουν, χορτάτες από γύρη. Ο ήλιος να καίει με πάθος!
Ένοιωθε τα δάχτυλα της να μυρμηγκιάζουν από την κίνηση.
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Και γράφοντας να έρχονται κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα τόσα πολλά!!!
Ξεχνούσε που τέλειωνε η αληθινή της ζωή και που άρχιζε η πραγματική. Το πρόσωπό της άσπριζε από την προσπάθεια να θυμηθεί σε ποιό σημείο μπερδευόταν με τις ζωές των άλλων, εκείνων από κινηματογραφικούς ρόλους, ή τους χάρτινους ήρωες των σελίδων των βιβλίων.
Δημιουργούσε έναν έρωτα, στο πιτς φυτίλι. Και λόγια ψιθυριστά, κι υποσχέσεις, και σεντόνια ιδρωμένα, αναστεναγμούς, βογγητά, χάδια, σαλιωμένα φιλιά, και πόθους αμέτρητους.
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Σαν υπνωτισμένη, δεν διέκρινε την μέρα από την νύχτα.. κι ούτε άκουγε τις κουβέντες που λέγονταν γύρω της..
Επίμονα κτυπήματα στην πόρτα, το ντλιν ντλον του κουδουνιού, ούτε που τα έδινε σημασία, κι έτσι σαν σε παραμύθι, περνούσε ο καιρός.
Το φεγγάρι έμοιαζε με κλεφτοφάναρο, καθώς δανειζόταν την αυλή της. Είχε ξεχάσει την γοητευτική λάμψη του, είχε ξεχάσει ακόμη και να ρίξει επάνω του ένα μόνο βλέμμα, όπως κάποτε.
Σκυθρωπή, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, έγραφε, έγραφε, έγραφε..
Κλαπ.. κλαπ.. κλαπ..
Ξύπνησε χρόνια μετά, μπορεί να ήταν κι εκατό, βρίσκοντας γύρω της βουνά από χαρτιά. Το στόμα της ήταν στεγνό, με κόπο σύρθηκε ως την βρύση.
Σκούπισε γρήγορα γρήγορα με την ανάποδη της παλάμης τα νερά και χώθηκε κάτω από τα χαρτιά, τράβηξε μερικά, φόρεσε τα γυαλιά της μήπως δει καλύτερα, έψαξε να βρει τις φράσεις, μα περίεργο, ήταν όλα άδεια, μοναχά κιτρινισμένα από το πάλιωμα του χρόνου..
Άναποδογυρισμένο το ποτήρι, και το γιασεμί να μυρίζει ακόμη..
Monday, February 02, 2009
ένα ακόμη όνειρο, από τα πιό όμορφα..
Ντύνομαι με χρώματα πολλά, το ένα να σκεπάζει το άλλο. Στα χέρια ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια σε πράσινο σμαραγδί, που φτάνουν ως τους αγκώνες και αφήνουν τα δάχτυλα ακάλυπτα. Κρυώνω. Δυναμώνω την φωτιά με τσαλακωμένα ποιήματα. Θεριεύει και με ζεσταίνει γιά μία και λιγοστή στιγμή. Σκέφτομαι τις άδειες τσέπες μου που έχασαν τα χαιδέματα των στίχων.
Ξεφυλλίζω προγράμματα σε τόνους γήινους. Τραβάω βαθιά μέσα μου τον καπνό ενός απαγορευμένου τσιγάρου. Παίζω με την γλώσσα μου το χείλος του φλυτζανιού που με φιλεύει καφτό καφέ.
Η2Ο. Ως το λαιμό.
Έχω ακόμη γεύση από Χριστούγεννα και ξεχασμένες καραμέλες με άρωμα βανίλιας. Σε τι να χρησιμοποιούσαν άραγε τα υπόγεια ενός ας πούμε οικοτροφείου, στο παρελθόν; Βλέπω πηρούνες, κουτάλες και υπερμεγέθεις χύτρες να χαμογελούν σε χέρια παιδικά και μάτια όλο παράπονο. Αδύνατα ποδαράκια τακτοποιούνται σε καρέκλες ξύλινες γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι.
Με ακολουθεί ο απόηχος ενός θεατρικού σπαραγμού. Μιά φωνή που τρέχει ανάμεσα σε πανύψηλες λεύκες. Ρίχνω επάνω της μία ζακέτα σε χρώμα κόκκινο και μετά σιωπή.
Σςςς!!! Ένα ακόμη όνειρο, έφτασε στο τέλος του..
Sunday, February 01, 2009
La Boheme... εν περιλήψει
Είναι παραμονές Χριστουγέννων του 1830 και κάπου κοντά στο κοσμικό Quartier Latin, σε μιά φτωχική σοφίτα, ο Ροντόλφο προσπαθεί να γράψει ένα ποίημα και ο Μαρτσέλο να ζωγραφίσει.
Το κρύο είναι τόσο τσουχτερό που τους αναγκάζει να κάψουν στην σόμπα κάτι παλιά χειρόγραφα, γιά να ζεσταθούν. Σε λίγο φθάνει ο Κολίν, ο φιλόσοφος της παρέας και μαζί του δυό νέοι. Φέρνουν φαγητό, κρασί, πούρα, αλλά και ξύλα γιά την σόμπα. Τους ακολουθεί ο Σονάρ, ο τέταρτος συγκάτοικος, ο μουσικός, που μόλις έχει κερδίσει κάτι χρήματα και καλεί τους φίλους του να βγουν έξω και να γιορτάσουν τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Ο ιδιοκτήτης της σοφίτας ο Μπενουά, εισέρχεται γιά να ζητήσει τα καθυστερούμενα νοίκια. Οι φίλοι καταφέρνουν να τον μεθύσουν και τότε ξεχνά τον σκοπό της επισκέψεως του διηγούμενος ιστορίες. Οι μποέμ, με το πρόσχημα ότι αυτές τους έχουν σοκάρει, τον πετάνε έξω και ξεκινούν γιά το βραδινό τους γλέντι. Αφήνουν πίσω τους τον Ροντόλφο που παραμένει μέχρι να τελειώσει την εργασία του.
Ακούγεται ένα αδύναμο χτύπημα στην πόρτα και εμφανίζεται η Μιμή, η χαριτωμένη αλλά άρρωστη γειτόνισσα τους που ζητά φωτιά να ανάψει το κερί της. Λιποθυμά και ο Ροντόλφο την συνεφέρει. Τον χαιρετά και φεύγει, επιστρέφει όμως πολύ γρήγορα πίσω, αφού έχει ξεχάσει το κλειδί της.
Ένα ρεύμα αέρα σβήνει την φλόγα και το σκοτάδι ενώνει τα χέρια τους, ενώ οι δύο νέοι εξομολογούνται τον έρωτα τους.
Πράξη 2
Το ερωτευμένο ζευγάρι, η Μιμή κι ο Ροντόλφο κατευθύνονται προς το Cafe Momus να βρουν τους φίλους τους και να δειπνήσουν μαζί τους.
Εκεί συναντούν την Μουζέτα έναν παλιό έρωτα του Μαρτσέλο που συνοδεύεται από έναν ηλικιωμένο πλούσιο κύριο, τον Αλτσιντόρο.
Ο έρωτας ξυπνά και πάλι γιά τους παλιούς εραστές, ενώ η πονηρή Μουζέτα καταφέρνει να ξεφορτωθεί τον συνοδό της στέλνοντας τον να της αγοράσει παπούτσια. Το γλέντι συνεχίζεται, τα λεφτά όμως δεν φτάνουν γιά την πληρωμή.
Φεύγουν όλοι μαζί και η Μουζέτα αφήνει ενθύμιο το λογαριασμό στον πρώην προστάτη της. Αυτός που σε λίγο έρχεται με το δώρο του γιά την προστατευόμενη του, καταρρέει στη θέα του ποσού.
Πράξη 3
Είναι νωρίς το πρωί στην Barriere d'Enfer, στο παλιό τελωνείο του Παρισιού.
Η Μιμή αναζητά τον Μαρτσέλο που εργάζεται εκεί και ζητά την βοήθεια του. Αγαπά αληθινά τον Ροντόλφο, αλλά αυτός δε συμπεριφέρεται όπως πρώτα. Έχουν μαλώσει και την εγκατέλειψε.
Ο Ροντόλφο εμφανίζεται στην σκηνή και η Μιμή κρύβεται πίσω από μία κουρτίνα γιά να μην την δει. Εκεί μαθαίνει το μυστικό του. Ο αγαπημένος της γνωρίζει πως είναι βαριά άρρωστη. Ο δυνατός της βήχας την προδίδει και αναγκάζεται να εμφανιστεί.
Ενώ οι ερωτευμένοι ξανασμίγουν, αποφασίζοντας να είναι μαζί ως την άνοιξη, ο ζηλιάρης Μαρτσέλο καυγαδίζει με την Μουζέτα κατηγορώντας την ότι δεν του είναι πιστή.
Πράξη 4
Πίσω στη φτωχική σοφίτα ο Μαρτσέλο και ο Ροντόλφο προσπαθούν να εργαστούν, σκέφτονται όμως τις ερωμένες τους και τραγουδούν νοσταλγικά.
Ο Σονάρ και ο Κολίν φέρνουν φαγητό και διασκεδάζοντας την φτώχεια τους οι μποέμ χορεύουν και τραγουδούν.
Ξαφνικά εμφανίζεται η Μουζέτα, πολύ αναστατωμένη και τους ανακοινώνει ότι η Μιμή είναι βαριά άρρωστη, αδύναμη και περιμένει κάτω. Ο Ροντόλφο την βοηθά να ανέβει ενώ η Μουζέτα διηγείται στους μποέμ το παρελθόν της Μιμής. Η φίλη τους χρειάζεται επειγόντως ιατρική βοήθεια, ενώ χρήματα δεν υπάρχουν.
Τα σκουλαρίκια της Μουζέτ, το πανωφόρι του Κολίν, προσφέρονται ενέχυρο γιά την εξεύρεση των αναγκαίων. Η Μιμή και ο Ροντόλφο μόνοι, θυμούνται στιγμές ευτυχίας από το παρελθόν.
Η Μιμή έχει ήδη αποκοιμηθεί. Όταν επιστρέφουν οι μποέμ, η Μιμή πεθαίνει, Η Μουζέτα προσεύχεται και ο Ροντόλφο σπαράζει πάνω από την αγαπημένη του.
Η Μιμή είναι... νεκρή.
η αντιγραφή από το πρόγραμμα της παράστασης..
οι συγνώμες
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...