Ένα φλυτζάνι διπλός ελληνικός, το μοναδικό τσιγάρο της ημέρας, το ραδιόφωνο στα 94,8 FM και ασταμάτητη βροχή από νωρίς το πρωί. Το στρόγγυλο τραπεζάκι με τη μαρμάρινη επιφάνεια ίσα που αντανακλά τη συννεφιά από το παράθυρο.
Στα χέρια της μιά φωτογραφία. Ένα κομάτι χαρτί με ευθείες κομμένες άκρες. Ασπρόμαυρη. Επαναλαμβανόμενες φόρμες. Ομπρέλλες.
Παρ όλα αυτά τη μέρα εκείνη δεν έβρεχε.
Είχαν ξεκινήσει μεσημεράκι σχεδόν, με άδεια από τη δουλειά και οι δυό, γιά μία γραφειοκρατική υπόθεση που τελικά δεν έγινε, ήθελε λέει άλλα δυό τρία χαρτιά να προσκομίσουν, κι έτσι βρέθηκαν στο κέντρο της πόλης με χρόνο που δεν ήξεραν τι να κάνουν, κι ο ήλιος ήταν κουραστικός γιά βόλτες παρ όλο που ήταν ακόμη Μάης.
Τον κοίταξε και της φάνηκε ''κάπως''.
-Τι έχεις εσύ σήμερα; τον ρώτησε.
-Τίποτα βρε.. απάντησε λίγο ενοχικά.
Όποτε δεν είχε διάθεση γιά τον άλφα ή βήτα λόγο έτσι το αντιμετώπιζε ''ενοχικά''..
-Πάμε τότε γιά καφέ;
Τον είδε που μουτσούνιασε.
-Τι έχεις; Κακώς ρωτούσε αφού τον ήξερε!
-Δε θέλω καφέ, θα με χαλάσει περισσότερο.
-Άρα κάτι έχεις!
-Τι άλλο μπορώ να πιώ;
-Πάρε μια σοκολάτα, ένα τσάι..
-Θα πάρω ένα τσάι..
Το καφέ ήταν από τα ομορφότερα της πόλης, γεμάτο κι ας ήταν καθημερινή, σ αυτή την πόλη πάντα ήταν γεμάτα όλα τα καφέ, όλος αυτός ο κόσμος της θύμιζε πολλές φορές τσαμπιά από κόκκινα σταφύλια, ζουμερά και έτοιμα να δώσουν τον χυμό τους γιά το πιό νόστιμο κρασί, ακόμη και σε περιόδους που όλοι γκρίνιαζαν γιά την τεράστια οικονομική κρίση.. και γιά τις επιπτώσεις που θα ελάφρυναν τις τσέπες τους μα και τα όνειρα τους..
Δε μίλησαν πολύ. Συνήθως όταν μιλούσε αυτός, αυτή φανερά δεν άκουγε κι όταν μιλούσε αυτή, αυτός απαντούσε μ ένα ναι ή όχι, ή κουνούσε το κεφάλι ή καμμιά φορά σκάλωναν σε κάποιο θέμα όπου διαφωνούσαν και πραγματικά περίεργα, ποτέ δε δέχονταν πως μπορεί να είχαν διαφορετικές απόψεις ακόμη και στα πιό μικρά θέματα γιατί στο κάτω κάτω μπορεί κάθε μέρα να κοιμόταν και να ξυπνούσαν μαζί όλα αυτά τα χρόνια αλλά παρέμεναν δυό τελείως μα τελείως διαφορετικοί άνθρωποι.
Είχε μαζί της την φωτογραφική μηχανή και του έδειχνε όλες τις τελευταίες της φωτογραφίες και που και που θυμόταν και διάφορα γεγονότα, γιατί η φωτογραφία δεν είναι μόνο το κάδρο που βλέπεις, αλλά είναι και το πριν, και το μετά, πολλές φορές κι ακόμη περισσότερα και σκέψεις και συναισθήματα και πράγματα που ειπώθηκαν τότε κι άλλα που δεν ειπώθηκαν, είναι πολλά!
Αυτός χαμογελούσε, ποτέ της δε μπόρεσε να μπει απόλυτα στην ψυχολογία του κι αν τον είχε κουράσει με όλη αυτή την τάση της να ζει με μια υπερβολή, μ ένα τρόπο δικό της, όπως πχ κάποιες φορές επαναλάμβανε ένα γεγονός και δυό και τρεις φορές, έκανε πως ξεχνούσε πως το είχε πει, κι επαναλάμβανε για να δώσει έμφαση, θαρρείς κι έτσι πολλαπλασίαζε την δύναμη και την ένταση της στιγμής, με τρόπο παιδιάστικο, κι αφελή μα τρυφερό μόνο που δεν ήξερε αν την έκανε αγαπητή όλο αυτό ή κουραστική, μα ακόμη κι αν αυτός μια μέρα της έλεγε ''φτάνει πια με κούρασες'', αυτή θα τον κοιτούσε με ύφος παρακαλετό και πάλι θα συνέχιζε τον δικό της τρόπο γιατί μόνο αυτόν ήξερε και οι άνθρωποι έτσι γεννιούνται, δεν αλλάζουν..
Στην έξοδο είδε τις ομπρέλλες της φωτογραφίας έκανε λίγο πίσω, και τράβηξε..
Είχαν ένα χρώμα φλογερό κόκκινο και τα χερούλια τους έμοιαζαν με λαιμούς κύκνων που είχαν πιάσει σοβαρή συζήτηση μεταξύ τους..
α) στη Θεσσαλονίκη τα καφέ και όχι μόνο θα είναι πάντα γεμάτα ανεξαρτήτως συνθηκών ;)))
β) σήμερα βρέχει ασταμάτητα και πολύ γουστάρω
γ) θέλω πολύ να γράφω, μα οι σκέψεις δε γίνονται πιά λέξεις κι αν θέλω να είμαι περισσότερο ειλικρινής, δεν υπάρχουν καν σκέψεις..
δ) κάπου το άκουσα σήμερα κ μου άρεσε πολύ πως ''είναι λεχώνα η ζωή και γεννά ελπίδες.. αρκεί να ξέρεις να ελίσσεσαι''..
η φωτό δική μου
εδώ