Σχολική χρονιά 1967-1968
Εγώ αγαπούσα τη Βούλα. Ήταν μελαχροινή, με πολύ μακριά μαλλιά. Μου άρεσε όταν έσπαγαν τα λάστιχα που συγκρατούσαν τις χοντρές κοτσίδες της κι έπεφταν πλούσια και κάλυπταν τους ώμους της. Φορούσε πάντα καθαρή ποδιά, και η μύτη της δεν ήταν ούτε μεγάλη, ούτε στραβή, ούτε γέμιζε μύξες.
Η Γιώτα μ΄ενοχλούσε. Από την ώρα που την άφηνε η μαμά της και περνούσε την μεγάλη καγκελόπορτα, ως το τελευταίο κουδούνι δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου. Ζούσε για μένα. Χαμογελούσε για να της χαμογελάσω. Κοιτούσε για να την κοιτάξω. Με ξεμονάχιαζε κι οι συμμαθητές μας κρυφογελούσαν σχηματίζοντας πηγαδάκια γύρω μας.
Όμως ορκίζομαι πως δεν είχα ευχηθεί ποτέ το κακό της. Ήμουν αγόρι, κι ήταν κορίτσι, αν βρισκόταν σε κίνδυνο θα την έσωζα. Εκείνη τη μέρα, τη θυμάμαι πολύ καλά. Αν ήταν αρχή, μέση ή τέλος της χρονιάς δε ξέρω. Πρώτη δημοτικού, σε μια αίθουσα μεγάλη και ψηλοτάβανη. Πρέπει να είμασταν κοντά στα 40 παιδιά. Το σχολείο, ένα διατηρητέο επί της Βελισσαρίου 48. Επιβλητικό, σχεδόν τρομακτικό. Από το 1945 δημοτικό σχολείο. Παλαιότερα κάπου στο ΄19 Εβραική συναγωγή.
Καταλαβαίνεις γιατί σου μιλάω. Κτίριο με πολλές γωνίες. Στρογγυλάδα καμμιά. Δαιδαλώδες. Μπερδευόσουν στους διαδρόμους και στα δωμάτια μέσα από τα δωμάτια. Πολλές φορές, τα κορίτσια μιλούσαν για φαντάσματα. Στους τοίχους, η Μπουμπουλίνα, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Κολοκοτρώνης. Μεγάλα κάδρα με χρυσή μπορντούρα περίγυρα και τζάμι να αστράφτει στον φως της κρεμασμένης από το μακρύ καλώδιο λάμπας. Ήλιο δε θυμάμαι! Ένα σκοτεινό, καφεκίτρινο με μαύρες σκιές κυριαρχούσε παντού.
Στο χέρι, κρατούσαμε μεγάλες δερμάτινες πλακέ τσάντες, με ένα δυό χωρίσματα. Η Γιώτα, είχε μια τσάντα περίεργη, με δυο λουριά που τα περνούσε στον αριστερό και δεξί ώμο, πάνω από την μπλε ποδιά. Την έβλεπα που παιδευόταν. Πολλές φορές σκεφτόμουν να τη βοηθήσω αλλά δεν τόλμησα. Μια φορά, ζήτησε βοήθεια από τη δασκάλα. Εκείνη, μουτρωμένη ούτε που της απάντησε.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν, τη θυμάμαι καλά. Είχαμε ανάγνωση και ορθογραφία. Τρεις ολοκαίνουργιες λέξεις, η μια εξ αυτών η λέξη ''άνθρωπος''. Δύσκολη λέξη για παιδιά πρώτης δημοτικού. Η δασκάλα μας, η κ. Μαούνη, μια γυναίκα με φαρδύ πρόσωπο και κοντά, μαύρα κατσαρά μαλλιά, σήκωσε τον Μάριο στον πίνακα. Μετά τον Δημήτρη. Μετά τον Νικολή. Εγώ καθόμουν στο πρώτο από τη μια από τις πέντε σειρές θρανίων. Ένα θρανίο από αδρύ και παχύ, σμιλεμένο μονοκόμματα ξύλο. Κάθισμα και επιφάνεια εργασίας ενιαία. Από κάτω, ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δυό ξύλα για να βάζουμε τα βιβλία και τα τετράδια. Είχα σκίσει μια ακίδα από την ξύλινη επιφάνεια και έπαιζα με τα σβολαράκια από πράσινη λαδομπογιά που ξεχώριζαν. Ήθελα να τους συλλαβίσω τα φωνήεντα.. ήθελα να τους φωνάξω.. ωμέεεεγα.. όοοομικρον.. Ο Μάριος, ο Δημήτρης κι ο Νικολής που απέτυχαν να γράψουν σωστά την λέξη ''άνθρωπος'' στον πίνακα, ήταν ήδη τιμωρία. Όρθιοι, με γυρισμένο όλο το σώμα στον τοίχο. Ο Δημήτρης έκλαιγε.
Έβλεπα τη Γιώτα στη διπλανή σειρά θρανίων. Είχαν ιδρώσει τα χέρια της, το καταλάβαινα με τον τρόπο που έτριβε τα δάχτυλα μεταξύ τους. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο στρογγυλό, εκφραστικό της πρόσωπο.
-Δημητρίου στον πίνακα στρίγγλισε η δασκάλα
Είδα τη Γιώτα να σηκώνεται σα γατί που του έχουν ρίξει ένα κουβά νερό.
-Γράψε ''άνθρωπος'' στον πίνακα συνέχισε η δασκάλα
Η Γιώτα πήρε μια άσπρη κιμωλία από την ξύλινη υποδοχή του μαυροπίνακα και την πίεσε με τα δυό της δάχτυλα. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ένα σφουγγάρι. Κοιτούσε τη δασκάλα. Δε ξέρω αν περίμενε κάποιο θαύμα, κάποια θεία επιφοίτηση η οποία δεν ήρθε αλλά σίγουρα αυτό που ήρθε δεν το περίμενε.
Ένα κιτρινωπό υγρό έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της, η Γιώτα, ενώπιον όλων των συμμαθητών, πλην των τριών τιμωρημένων που κοιτούσαν στην πλευρά του τοίχου, κατούρησε το βρακί της, τα μπούτια της, τις γάμπες της και το άτριφτο σανίδι στο πάτωμα που είχε αρχίσει να ποτίζει παίρνοντας χρώμα γκρι καφετί. Δεν τολμούσε να μας κοιτάξει, προφανώς φοβόταν ότι θα αντίκρυζε τα κοροιδευτικά βλέμματα μας, εμείς από την άλλη δεν τολμούσαμε ούτε να ανασάνουμε Άπνοοι και άφωνοι.
Την αμηχανία έσπασε το σφουγγάρι που παίρνοντας πρωτοβουλία, κύλησε από το αριστερό χέρι της Γιώτας στο πάτωμα, ακριβώς πάνω στο κατουρημένο σκούρο σημάδι.
Από εκεί και πέρα δε θυμάμαι παρά μόνο δυό πράγματα. Η δασκάλα σήκωσε επάνω εμένα και τη Βούλα, γράψαμε από μια λέξη άγνωστη ο καθένας, κι όλα καλά!
Την άλλη μέρα το πρωί, καθώς ψώνιζα από το μοναδικό κυλικείο του σχολείου, έναν πάγκο αυτοσχέδιο στο υπόγειο, ακριβώς μπροστά στα δωμάτια όπου έμενε η επιστάτρια η κυρία Ναταλία, η Γιώτα ήταν δίπλα μου. Διάλεξα το κουλούρι με το λιγότερο σουσάμι, για να πάρει το μπόλικο αυτή. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω.
Περίπου 25 χρόνια μετά, είδα στον κινηματογράφο, τον ''κύκλο των χαμένων ποιητών''. Η κ. Μαούνη, η Γιώτα, η Βούλα, πήγαινε καιρός που είχαν χαθεί από τη ζωή μου. Ζήλεψα!
αφιερωμένο στη καινούργια σχολική χρονιά 2012-2013 που ξεκινάει αύριο