Στην Σίφνο ήταν ένα άσπρο σπίτι με έναν άσπρο κήπο και μια μικρή ξύλινη πόρτα, περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε για τα καθημερινά, και βλέπαμε μια κοπέλλα να κρεμάει γύρω τριγύρω κάθε τόσο πράγματα και την είχαμε ονομάσει μάγισσα.
Στη Σύρο, μεσημεράκι βόλτα στην αγορά, μαζί με τα παιδιά, χαζεύαμε ένα μαγαζί με αντίκες και μια γενική εντύπωση από έντονα και έξαλλα χρώματα, μπήκαμε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και μετά από ώρα κατέβηκε από τη σοφίτα μια πολύ σουρεάλ γυναίκα με συρτές παντόφλες παρέα με μια όμορφη μαύρη γάτα.
Στην Πάτμο, στα δωμάτια που περικλείονταν από το κάστρο έμενε κόσμος με λεφτά στην τσέπη κι αυτό φαινόταν από το ντύσιμο κυρίως των γυναικών, τα αξεσουάρ και τα πολλά χρυσά κοσμήματα, δεν θυμάμαι να είδα ποτέ πιο πολλές σειρές από αλυσίδες και κολιέ. Είχαμε ζηλέψει ό,τι πιο κοινό και καθημερινό, όπως ένα μεγάλο ταψί με ένα φρεσκοψημμένο κοτόπουλο και γύρω γύρω λαχταριστές πατάτες, μας είχε λείψει τόσες μέρες απίστευτα το αληθινά σπιτικό το φαγητό.
Στη Σκόπελο, πάνω από εκεί που κόβεται απότομα ο βράχος, ήταν το καφέ με τις ομπρέλλες. Έτσι το είχαμε ονομάσει. Ένα πρωινό, αφήσαμε την ζωή του κέντρου και μπήκαμε μέσα στα στενά και το βρήκαμε, είμασταν εμείς και τα παιδιά μοναδικοί πελάτες κι ένας τύπος καλοντυμένος αλλά ρέμπελος και με καπέλο. Εκείνο το πρωινό είχαμε παραγγείλει όλοι ομελλέτες..