Αυτές τις μέρες που είναι τόσο βροχερές και σκοτεινές και ο ουρανός έχει αυτό το ίδιο αδιάφορο σταχτί χρώμα από το πρωί ως το βράδυ, δέκα παρά ένα χρόνια πριν, ένα συντριπτικό κάταγμα στον αριστερό αστράγαλο με κρατούσε μέσα στο σπίτι και επάνω στον καναπέ.
Αφού είχαν περάσει κάποιοι μήνες από το χειρουργείο, και μπορούσα πια και καθόμουν αρκετή ώρα όρθια, είχα σκηνοθετήσει ''μια στιγμή'' που επιδίωκα να την ''συναντήσω'' κάθε μέρα. Τα απογεύματα, κατά τις πέντε περίπου η ώρα, πήγαινα με τις πατερίτσες ως την κουζίνα, έψηνα ελληνικό καφέ, τον έπαιρνα μαζί μου ως το μεγάλο παράθυρο κι από εκεί, χάζευα με την ησυχία μου το ηλιοβασίλεμα.
Είχε γίνει η ωραιότερη στιγμή της ημέρας, η πιο ενδιαφέρουσα, γιατί έπινα τον καφέ μου χαζεύοντας ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα που θαρρείς έστηναν σκηνικό μόνο για μένα. Άναβα τσιγάρο, κάπνιζα ακόμη τότε και απολάμβανα την μυρωδιά και τη γεύση του καπνού, κι εκεί έξω σουρούπωνε, με ένα μπλε σαν κλεμμένο από πίνακα του van gogh στον ουρανό. Χάνονταν οι λεπτομέρειες των κτιρίων απέναντι μου καθώς βυθίζονταν στη δύναμη αυτών των αποχρώσεων του μπλε, που γινόταν όλο και σκουρότερες όσο περνούσε η ώρα, μέχρι που άναβαν τα ηλεκτρικά φώτα των διαμερισμάτων κι έπαιζαν μαζί του κι αυτά, σαν χοντρές πυγολαμπίδες στην αρχή άσπρες κι αδύναμες, μετά κιτρινωπές, και μετά, στο βάθος πια της νύχτας γινόταν όλο και πιο ζεστά πορτοκαλιές. Κανείς δεν μου μιλούσε, κανείς δεν με ενοχλούσε, κι ήταν κι αυτό μια μικρή ευτυχία, μια επιλεκτική, ήρεμη σιωπή.
Στα επόμενα χρόνια, στάθηκα πολλές φορές μπροστά στο παράθυρο αυτό, σε διάφορες ώρες της ημέρας, μα ποτέ ξανά δεν ένιωσα αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά.
Προσπάθησα να ξανασκηνοθετήσω το σκηνικό, μα ο καφές δύσκολα κατέβαινε στο στεγνό στόμα μου και το τσιγάρο είχε γίνει βραχνάς μέχρι που το έκοψα παντελώς.
Όλο αυτό, το ξαναθυμήθηκα σήμερα, δέκα παρά ένα χρόνια μετά, που αγόρασα ένα ωραίο ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια.