Έτσι λοιπόν, κουρασμένη ψυχολογικά τηλεφώνησα χθες το απόγευμα σε μια μακρινή μου φίλη. Ήθελα από καιρό να μάθω νέα της και ήταν μια ευκαιρία για μένα μαζί με αυτό να διορθωθεί με την επικοινωνία η διάθεση μου. Έτσι σκέφτηκα!
Πρώτη πρώτη κουβέντα λοιπόν για τα παιδιά που είναι ''καλομαθημένα'' και που στα 20 και στα 25 δεν φεύγουν από τα σπίτια των γονιών. Ενώ θα έπρεπε κατά την φίλη. Κάτι είπε και για την Ελληνίδα μάνα.
Να εξηγήσω, η φίλη είναι στην ηλικία μου, χωρίς παιδιά, όσο τη θυμάμαι, εδώ και 30 χρόνια ζει μόνη της.
Προσπάθησα να της εξηγήσω πως τα πράγματα είναι δύσκολα και πως τα παιδιά θέλουν να φύγουν αλλά δεν μπορούν λόγω του ότι δεν έχουν τα χρήματα να πληρώνουν ένα ενοίκιο.
Η απάντηση της ήταν ''να δουλέψουν''.
Ναι, μα οι δουλειές είναι δυσεύρετες και οι μισθοί χαμηλοί της απάντησα.
Όχι, όχι, τα παιδιά είναι καλομαθημένα, και η Ελληνίδα μάνα.. ξέρω εγώ!
Και κάπως έτσι βρέθηκα γεμάτη ένταση στη καθόλου ευχάριστη θέση να προσπαθώ να υποστηρίξω τα παιδιά μου και όλων μας τα παιδιά.
Και κάπως έτσι στραβά πήγε όλη μας η κουβέντα, άλλα 2-3 πράγματα δηλαδή που συζητήσαμε.
Κάπου στο τέλος, της είπα ''δε σου φαίνεται πως έχει αλλάξει πάρα πολύ ο κόσμος; πως δεν ακούει πια ο ένας τον άλλον και πως ο καθένας μας λέει το δικό του;''
Η απάντηση της ''τώρα είναι καλύτερα γιατί οι άνθρωποι δεν ενοχλούν πια, παλιότερα ενοχλούσαν πολύ περισσότερο'' ήταν σκληρή και κάθετη.
''Έτσι το βλέπεις;'' την ρώτησα.
''Ναι εγώ το βλέπω έτσι'' μου απάντησε ''αλλά αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα που θα το συζητήσουμε μια άλλη φορά.''
''Γειά σου Δώρα μου της είπα, χάρηκα που σε βρήκα καλά.''
Κι έπειτα έσβησα κάθε συνομιλία μας από το κινητό μου τηλέφωνο μαζί με το τηλέφωνο της από τις επαφές μου και με την ευκαιρία έσβησα και 2-3 άλλα για να μη μπω ποτέ στον πειρασμό να ξαναπάρω.
Αναρωτιόμουν αν πάντα οι άνθρωποι που διάλεγα να τηλεφωνήσω ήταν έτσι κι αν ναι τί με έλκυε επάνω τους;
Αν όχι, τί συνέβει τόσο μεγάλο και δυνατό και άλλαξαν;
Αναρωτήθηκα βέβαια ακόμη μια φορά και για τις δικές μου αντοχές. Όχι, πια δεν έχω!