Μόλις έχω λουστεί κι έχω μπανιαριστεί κι έχω τυλιχτεί με μια μπουρνουζοπετσέτα και έχω λιώσει από το ζεστό νερό και το μόνο που θέλω είναι κάποιον να με ντύσει και να μου στεγνώσει τα μαλλιά, μάταιες επιθυμίες, μόνη μου ντύνομαι, μόνη μου στεγνώνω την καθόλου πλούσια χαίτη μου, η ώρα είναι 1.39 δλδ μεσημέριασε οπότε πάει στράγγιξα και τον καφέ και δεν σηκώνω δεύτερο.. ωστόσο χαρά μεγάλη έχω γιατί στις 5 έχουμε κανονίσει για καφέ κι έχω να περιμένω.. προλαβαίνω δε προλαβαίνω να γράψω ένα παραμύθι αφού το υποσχέθηκα στην
Αριστέα, τόσο καλό κορίτσι χατήρι δε της χαλάς.. παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβύθι και μια που εγώ δεν είμαι παραμυθού, αλλά όταν ήμουν παιδί μου άρεσαν πάρα πολύ τα παραμύθια, κυρίως αυτά με τις πριγκίπισσες και τις μάγισσες, κι ένα τέτοιο ωραίο θυμάμαι καλά αλλά θα το γράψω σε λίγες μέρες αν προλάβω να είμαι μέσα στο χρόνο του παιχνιδιού, για σήμερα έχω ένα άλλο, πολύ απλοικό αλλά πολύ αγαπημένο..
_____
..μια φορά λοιπόν κι ένα καιρό όπως συνήθως αρχίζουν τα παραμύθια, ήταν ένας βασιλιάς που είχε ένα ωραίο βασίλειο κάπου ψηλά στο βουνό, στα δυτικά μιας πολιτείας, όπως όλοι οι βασιλιάδες των παραμυθιών. Αυτός ο βασιλιάς που λές, δε ξέρω για ποιό λόγο, ενώ είχε όλα τα καλά για να είναι ευτυχισμένος, δεν μπορούσε να ανοίξει ένα πηγάδι στην αυλή του παλατιού του. Γιατί ποιός ξέρει. Ίσως να ήταν τόσο κακή η σύσταση του εδάφους ίσως απλά και μόνο για να γίνει το παραμύθι, ίσως επειδή τίποτα ποτέ δεν είναι τέλειο και πάντα μα πάντα θα υπάρχει έστω κι ένας λόγος να αναζητάς κάτι.
Έστειλε λοιπόν τον ντελάλη του στην μεγάλη πλατεία της πολιτείας και κάλεσε όλους τους ειδικούς και μη που θα μπορούσαν να σκάψουν και να βρουν νερό στα χώματα του. Τι πιο απλό θα μου πεις. Αμ δε. Όλοι οι άντρες της πολιτείας, κάθε ηλικίας και ανεξαρτήτως μόρφωσης πέρασαν από κει και προσπάθησαν. Γιατί ο βασιλιάς, πλήρωνε καλά με ένα ολόκληρο σακούλι χρυσάφι. Μάταια όμως, τα χώματα έμοιαζαν μαγεμένα, σα να μην δέχονταν να σκαφτούν.. μια φτυαριά χώμα σήκωναν.. με δύο ξαναγέμιζε. Σκυθρωποί, όσοι δοκίμαζαν επέστρεφαν μοιρολογώντας στα σπίτια τους.
Με τον καιρό, τα νέα έκαναν το γύρο αυτής της πολύ γραφικής πολιτείας, μαθεύτηκαν από άκρη σε άκρη και έφτασαν και μέχρι τη φτωχική, ξύλινη καλύβα του μπάρμπα Τζον που είχε για γιό τον αγαθούλη Τόμας. Ο βασιλιάς τώρα πια, αφού είδε κι απόειδε πως δουλειά δε γινόταν, άρχισε να παίρνει το κεφάλι όσων δοκίμαζαν και αποτύγχαναν, αλλά έδινε για δώρο μεγάλο, το χέρι της κόρης του σ' αυτόν που θα κατάφερνε να κάνει το βασίλειο του να ξεδιψάσει.
- Πατέρα θα πάω να δοκιμάσω να το ανοίξω κι εγώ το πηγάδι είπε ο νεαρός Τόμας στον πατέρα του.
- Η γνώμη μου παιδί μου είναι να μην πας, θα φας το κεφάλι σου, κι εσύ είσαι ότι πια μου έχει απομείνει σ' αυτόν τον κόσμο.. απάντησε ο πατέρας του και δάκρυα γέμισαν τα γέρικα μάτια του.
Αλλά όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι ο Τόμας που η καρδιά του είχε ήδη φύγει, δεν τον άκουσε τον πατέρα του.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί, ετοιμάζει ένα λιτό κολατσό και ξεκινάει σιγά σιγά, με τα ποδαράκια του να πάει στο παλάτι του βασιλιά. Περνάει κάμπους, περνάει λαγκάδια, φτάνει κουρασμένος σε ένα καταπράσινο δάσος. Σταματάει ο καημένος κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί, και τον παίρνει ο ύπνος. Μετά από κάποιες ώρες, ξυπνάει κι όπως τεντωνόταν να ξεπιαστεί, τι να ακούσει.. γκουπ γκπουπ γκουπ..
- Τι να είναι αυτός ο θόρυβος; αναρωτήθηκε.. μήπως κάποιος χρειάζεται τη βοήθεια μου; και χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνει το μονοπάτι που ήταν μπροστά του και χώνεται μέσα στο δάσος να βρει από που ακούγεται ο θόρυβος.
Κάνει δέκα βήματα, και τι να δει.. ένα φτυάρι, δούλευε από μόνο του στο χώμα.
- Ααα κοίτα να δεις τούτο δω δουλεύει μόνο του, ας το πάρω μαζί μου, ίσως μου χρειαστεί και τσουπ το πιάνει και το βάζει κάτω από το χέρι του.
Όπως έκανε να πάρει το δρόμο να βγει από το δάσος, να 'σου και βλέπει ένα ρυάκι.. κι επειδή ήταν ελαφρύς και αγαθός και χαζούλης, αλλά ήταν και κομματάκι περίεργος, ακολούθησε το ρυάκι να δει από που προερχόταν το νερό. Τσουπ βλέπει ένα τόσο δα μικρούλι καρυδάκι, για κοίτα να δεις από δω μέσα έρχεται όλο αυτό το νερό σκέφτηκε και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του!
Κάποια στιγμή ο Τόμας, κατάφερε και βγήκε από το δάσος. Μια και δυό, με το φτυάρι στο χέρι και το μαγικό καρύδι στην τσέπη έφτασε στο βασίλειο. Μόλις τον είδαν όλοι, αυλικοί αλλά και όσοι ήταν ακόμη εκεί για να δοκιμάσουν την τύχη τους άρχισαν να γελούν και να τον κοροιδεύουν. Ήρθε όμως η σειρά του! Αφήνει λοιπόν το φτυάρι που κρατούσε να κάνει μονάχο του τη δουλειά του και πραγματικά, ανοίγει μια τρύπα που θα γινόταν το πιο μεγάλο πηγάδι στον κόσμο. Τώρα; Το πηγάδι ήθελε νερό αλλά όσο κι αν άνοιγε σε βάθος η τρύπα νερό δεν υπήρχε. Βγάζει λοιπόν από την τσέπη του το καρυδάκι και το ρίχνει μέσα. Ως δια μαγείας σε λίγα λεπτά το πηγάδι γέμισε φρέσκο δροσερό νερός ως επάνω.
Έτσι, ο φτωχός και αγαθός Τόμας, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα που ήταν η ωραιότερη κοπέλα που είχε δει ποτέ στη ζωή του, για πολύ καλή του τύχη ήταν και καλόψυχη σαν κι αυτόν κι έτσι έζησαν στο παλάτι αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
***Κι επειδή ο Τόμας ήταν παιδί του λαού, οι νόμοι που ψηφίζονταν από δω και πέρα ήταν υπέρ των φτωχών ανθρώπων κι έτσι ακόμη και οι απλοί άνθρωποι αυτής της πολιτείας ήταν πολύ ευτυχισμένοι.
_____
Τι μας λέει αυτό το παραμύθι;
Να μην υποτιμάς ποτέ κάποιον όπως κι αν σου φαίνεται, ότι κι αν σε κάνει να νομίζεις.
Καθένας με την τύχη του.
Η καλωσύνη σου επιστρέφεται.
Μια δοκιμή ποτέ δεν βλάπτει.. ποτέ δεν ξέρεις πως θα σου βγει.
Μάζευε, μάζευε κάπου μπορεί να χρησιμέψει το κάθε τι..