-Τί νόμιζες θα μου ξέφευγες; της είπα χαριτολογώντας, κι εκείνη μου ορκιζόταν πως θα μου τηλεφωνούσε σήμερα και πως δεν θα έμεναν τα ''χρόνια της πολλά'' γραμμένα μόνο σε ένα σχόλιο στο facebook.
Η θεία Δ. που τελευταία την αποκαλώ σκέτο Δ., αφού έχουμε μόνο γύρω στα 12 χρόνια μόνο διαφορά.
-Δεν φτιάχνεις μόνο εσύ τούρτες, κάνω κι εγώ ταρτάκια μου είπε σε κάποια στιγμή στην κουβέντα μας.
Και με τί τα γεμίζεις; την ρώτησα.
-Ααα εγώ δεν βάζω φρούτα, βάζω μια λεπτή στρώση μαρμελάδα κι από πάνω γλυκό του κουταλιού, ό,τι γλυκό έχω. Συνήθως από διάφορα γλυκά!
Η Δ., ζει στην Κρήτη.
Εκεί όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, κι έφυγε στα 18 του.
Η Δ. είναι γυναίκα του αδερφού του πατέρα μου, και η δεύτερη μας συνάντηση, τόοοτε παλιά, η πρώτη ήταν στον γάμο τους όπου είχα γίνει και παρανυφάκι, στην δεύτερη λοιπόν συνάντηση, που είχαμε πάει οικογενειακώς στην Κρήτη και είχαμε φιλοξενηθεί γύρω στις 20 μέρες στο σπίτι τους, είχα θυμώσει πάααρα πολύ, κι αυτός ο θυμός, έφυγε από μέσα μου μόνο τα τελευταία χρόνια.
Θα σας πω το γιατί.
Τρώγαμε ένα μεσημεράκι, ενώ πριν λίγο ο ταχυδρόμος είχε φέρει ένα γράμμα. Το γράμμα ήταν για μένα, από το αγόρι μου. Πώς το είχα σκεφτεί και είχα δώσει την ξένη διεύθυνση δεν ξέρω. Πώς δέχτηκα να μου στείλουν γράμμα σε ξένο σπίτι επίσης δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως ήμουν 16 χρονών, ίσως αυτό να δικαιολογεί την παρορμητικότα μου. Ή την αγένεια μου. Ωστόσο εγώ τότε δεν καταλάβαινα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλά ήθελα το γράμμα!
Όμως δεν το πήρα ποτέ στα χέρια μου.
Γιατί το γράμμα το παρέλαβε η θεία Δ. όπως ήταν λογικό αφού ήρθε στο σπίτι της, αλλά δεν το παρέδωσε στο όνομα του παραλήπτη που ήμουν εγώ. Βασικά δεν το παρέδωσε σε κανέναν. Εκείνο το μεσημέρι, καθώς τρώγαμε, σηκώθηκε, και επέστρεψε ανεμίζοντας το γράμμα ανακοινώνοντας την άφιξη του μπροστά σε όλους.
Η μπουκιά που έτρωγα με έπνιξε, κοκκίνησα, ντράπηκα και έμεινα παγωτό.
Δεν ειπώθηκε τίποτα άλλο ούτε από εμένα ούτε από κανέναν άλλον.
Μέσα μου όμως άρχισα να πλέκω έναν θυμό, που έγινε σαν ένα κασκόλ τόσο μακρύ, που ένωνε την Κρήτη με τη Θεσσαλονίκη κι ακόμη παραπέρα.
Από τότε δεν ξαναπήγα στο νησί.
Οι θείοι έρχονταν που και που κανένα καλοκαιράκι στο σπίτι των γονιών μου.
Μέχρι που πολλά χρόνια μετά, ήρθαν και όταν ο πατέρας μου αρρώστησε.
Και αυτό μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Θετική.
Ένιωθα πως ο πατέρας μου τους αγαπούσε πολύ, και πως ήταν οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστευόταν τόσο πολύ.
Έτσι, άρχισα να τους εμπιστεύομαι κι εγώ, και να τους αναζητώ έστω στο τηλέφωνο. Έτσι, το κασκόλ του θυμού, άρχισε σιγά σιγά να ξηλώνεται. Κι εξαφανίστηκε.
Η θεία Δ. μετά που χάσαμε τον πατέρα μου, έγινε σκέτο Δ.
Ένα πολύ πολύ αγαπημένο Δ.
Για αυτό και δεν ήθελα τα χρόνια της πολλά να μείνουν γραμμένα σε ένα σχόλιο της στο facebook, όσο αγάπη κι αν περιείχαν.
Γιατί από τους πολύ αγαπημένους μου, θέλω να με χαιδεύει η φωνή τους.
Ίσως να τα θυμήθηκα όλα αυτά, επειδή πριν λίγο μίλησα μαζί της αλλά κι επειδή εχθές, θα γιόρταζε μαζί μου, αν ζούσε κι ο πατέρας μου!