η υπέροχη φωτογραφία της Όλγας Δέικου
Είναι κανένα δίμηνο, πριν ακόμη έρθουν τα μέτρα, που το γειτονικό διαμέρισμα νοικιάστηκε, έχει φως τα βράδια.
Άνθρωπο δεν έχω δει ακόμη, μόνο κάτι σκιές να κινούνται αργά πίσω από τις κουρτίνες με το πορτοκαλί φως.
Έχει φύγει το γκρί από τον ουρανό, τον τελευταίο καιρό τα απογεύματα είναι λιγότερα υγρά, ήπια δροσερά και γαλάζια. Είναι άνοιξη! Ο μέρες μεγαλώνουν βυθισμένες σε μιαν βουβή ησυχία, κυρίως φτιαγμένη από τους ανθρώπους που δουλεύουν από το σπίτι, που θαρρείς από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει και θα χυθεί όλο το πύον έξω όχι από την πληγή αλλά από τον πλανήτη.
Η γυναίκα του τρίτου ορόφου, τρία μέτρα απέναντι έχει στητό κι αδύνατο κορμί. Κοντά μαλλιά και συνήθως ντύνεται ελαφριά, χειμώνα καλοκαίρι. Κάθε πρωί, βγάζει στο μπαλκόνι τα σωθικά του σπιτιού της, σεντόνια, μαξιλάρια, ρούχα να πλυθούν και να αεριστούν. Μοιάζει να μην αντέχει την μούχλα της ίδιας της ζωής καθώς απλώνει και ξεσκονίζει χωρίς σταματημό.
Δίπλα κάθονται Γεωργιανοί. Δεύτερης γενιάς. Ένα μικρό αγόρι πάει κι έρχεται στο στενό μπαλκόνι, πάνω σε ένα μικρό πλαστικό αυτοκινητάκι. Στο βάθος της νύχτας, ακούω καμμιά φορά κλάμα μωρού, οι κουρτίνες αδιαφανείς, δεν αποκαλύπτουν καμμία άλλη λεπτομέρεια.
Αριστερά και κοντά στο κέντρο της φωτογραφίας, στο φωτεινό δωμάτιο του 4ου ορόφου της πολυκατοικίας που μας αποκαλύπτεται ανφάς, μένει ένας άντρας. Που κάποτε ήταν ένα έφηβο αγόρι, που ήθελε να γίνει το αγόρι μου. Τώρα είναι πάνω από εξήντα χρονών και ζει με την μητέρα του. Ακόμη. Δεν έκανε δική του οικογένεια. Δεν θα μπορούσες να τον περιγράψεις ως ιδιαιτέρως ευφυή ούτε όμως τον λες και χαζό. Φτωχός όχι λιγότερο από εμάς. Με ελπίδες να αγαπήσει και να αγαπηθεί που δεν ευόδωσαν.
Λίγο πιο δεξιά, στον προτελευταίο όροφο, μπορείς να την δεις, στέκεται έξω στο μπαλκόνι, μια ξένη, νομίζω από την Βουλγαρία. Έρχεται με τον δικό της, τον μισό χρόνο εδώ και τον άλλο μισό χρόνο μένουν εκεί. Το σκυλί τους γαβγίζει συχνά πυκνά ενώ αυτή κάνει την γυμναστική της και ξεσηκώνει το δικό μας. Την βλέπω αρκετές φορές, να καπνίζει έξω, κι όταν συναντιούνται οι μακρινές ματιές μας, δεν ξέρω πώς, μα κάπως το κάνει και κρύβεται. Είναι παχουλή, είναι γεγονός πως σ' αυτόν τον κόσμο, η ελπίδα και τα κιλά είναι τα τελευταία που χάνονται.
Η γειτονιά μου αποτελείται από γιγάντια οικοδομήματα από μπετόν. Αυτά χωρίζονται σε διαμερίσματα, προστατευμένα το ένα από το άλλο. Το κάθε διαμέρισμα είναι ζωντανός οργανισμός, αυτό το διάστημα σε μια μικρή παύση. Όλος ο πλανήτης σε μια παύση που ξερνάει νεκρούς όπου οι νέοι εφησυχάζονται εξ αιτίας της σε πλειονότητα προχωρημένης τους ηλικίας. Οι νέοι μας που δεν σέβονται το δικό τους αύριο. Ξεπετούν τους ''ήταν σε μεγάλη ηλικία'' λες και ξεπετούν σακούλες με πατατάκια που ούτως ή άλλως είχαν λήξει. Χωρίς καμμία συνείδηση.