Tuesday, June 09, 2009

όποτε

κάντε ''κλικ'' εδώ..


σας εύχομαι ένα σούπερ ντούπερ καλοκαίρι..

όσο γιά μένα; θέλω να ξεχειλώσω σε μία σαιζ-λονγκ, να μπαίνω να βγαίνω στη θάλασσα, να κολλάει επάνω μου η αλμύρα, να με ξεροψήνει ο ήλιος..
κάποιον να μ αγαπάει κι ένα-δυό καλά βιβλία οκ;

ραντεβού ξανά εδώ ''όποτε'', ελπίζω κάτι να αλλάξει μέσα μου εν καιρώ και να έχω να πω πράγματα ξανά..

φιλιάαα πολλάαα
κι ένα μεγάλο ευχαριστώ

Friday, June 05, 2009

ψεύτικες χρωματιστές χάντρες

Σιωπή. Κι ένα ψέμμα διφορούμενο. Είναι ακόμη ανάλαφρο κι αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Το ακουμπάω απαλά μα θέλω να το λιώσω. Να το εξαφανίσω. Αντί αυτού, απολαμβάνω την σιωπή και τις μεγάλες γουλιές του νερού που υγραίνει τον λαιμό μου.

Ακούω μέσα μου επιθυμίες. Κοιτάζομαι σ ένα καθρέφτη που δεν χρησιμοποίησα ποτέ. Είμαι τόσο όμορφη όσο πάντα; Γελάω. Ψεύτικες χρωματιστές χάντρες γυαλίζουν στο φλερτάρισμα με το φως. Δεν είμαι εγώ αυτή! Δεν είμαι σου λέω..

Θέλω να πάρω ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, μα τόσο μεγάλο που να χωράει δυό ζωές τόσο ξεχωριστές όσο και αλληλένδετες. Να ενώσω με συνδετήρες στιγμές και πράξεις. Να τους δώσω μορφή και αισθήσεις. Να είναι τόσο κοντά, όσο και μακριά, μέχρι που η συνάντηση τους να σταθεί μοιραία γιά όλες τις αλλαγές και τα επακόλουθα της ζωής τους.
Πόσο μας επιρεάζουν οι άλλοι;
Τι είπε γιά μένα, γιατί μου μίλησε έτσι, με ζηλεύει, με μισεί.. είναι ανάγκη να έχουν αξία όλα αυτά;
Μ αγάπησε, τι ήμουν γιά αυτόν, αν δεν ήταν αυτός εγώ θα..

Κι η ειλικρίνεια; Ναι το ξέρω πως είναι ουσιαστικό.
Ξέρω επίσης πως είναι μιά λέξη που έμαθα τελευταία να γράφω σωστά. Εγώ που δεν έκανα ποτέ ορθογραφικά λάθη. Χανόμουν στα τόσα ει, ι, ι, ει..
Έτσι, όπως κι αν μου την έγραφες στα δικά μου μάτια ήταν σωστή. Ηλοικρείνυα; Ναι σου έλεγα εγώ.. Οιλεικρυνηα.. ναι εγώ..

Πλάκα να δεις, να δεις που τώρα θα σου μιλήσω ειλικρινά, γέλασα πολύ, πολύ πολύ, από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο εκείνο γαργαλητό στη μύτη, κι ένοιωσα πως το ευχαριστήθηκες κι είπα μέσα μου, ο καθένας ότι του αξίζει έχει..
και μετά ήταν που εσύ απέριπτες και ξανααπέριπτες και στόλιζες με περίεργα κοσμητικά επίθετα ό,τι πριν σε ευχαριστούσε, και τότε το είπα διπλά..
''ο καθένας ό,τι του αξίζει έχει''

η φωτό δική μου και βρίσκεται εδώ..

Wednesday, June 03, 2009

κατά την διάρκεια μιάς δυνατής βροχής

Θέλω να φωτογραφίσω την δύναμη της βροχής, βγαίνω στη βεράντα, δοκιμάζω, και μένω μονάχα να κοιτάζω και να ακούω. Μου λες, άδικος ο κόπος, δεν κλείνεται τόσος θόρυβος σε μία ψηφιακή, σου δίνω φιλί κι ετοιμάζω καφέ. Βάζω εκείνη την παλιά καφετιέρα του εσπρέσσο στη φωτιά. Δυό κουταλιές ζάχαρη γιά σένα, μία γιά μένα.
Λίγο πριν τη βροχή, μιά πεταλούδα ήρθε και κάθισε στην παλάμη μου και μιά μέλισσα μαζί. Με τσίμπησε και νοιώθω πως πονάς μαζί μου. Φέρνω φάρμακο σε κίτρινη σκόνη και περιποιούμαι την πληγή σου. Καλύτερα να το κρατούσα μέσα μου. Με μελαγχολείς.
Φωνάζω και τρομάζεις. Μου απαντάς με εκρηκτικά δυνατή φωνή. Σκέφτομαι, καλύτερα να σ αφήσω στην ησυχία σου.

Γράφω. Γιά την βροχή που πέφτει σε χοντρές σταγόνες, γιά την μεσημεριάτικη σιέστα με τον ουρανό μελαγχολικό, γιά το άρωμα που είχαν σήμερα οι φράουλες, τα κουκούτσια από τα κεράσια, που μάταια προσπάθησα να φωτογραφήσω κι εσύ γελούσες, κι εγώ γέλασα μετά με τον φόβο σου όταν με ρώτησες ''μπουμπουνητά είναι αυτά;''

Γιά την νεράιδα με τα στρας που ήρθε στο σπίτι μας νωρίς το απόγευμα, γιά το αεροπλάνο που δεν προσγειώθηκε, γιά το βιβλίο που ξεκίνησα κι αποδείχτηκε άλλη μιά φορά ''άρλεκιν'', γιά την σκόνη που κατάπια σήμερα, γιά τα λέπια του ψαριού που ήθελα να φωτογραφίσω σήμερα και πάλι γελούσες.. και ναι, τελικά θα πάω να ψηφίσω, μπορώ αλλιώς;

Μ αρέσει όταν γελάς, και πιό πολύ μ αρέσει που όταν μιλάς γιά μένα το πρόσωπο σου ομορφαίνει. Μ αρέσει που με δέχεσαι όπως είμαι. Που δε ζητάς. Που δε πιέζεις.

Θα ήθελα να φτιάξω το σπιτάκι μου θεατρικό. Κουκλίστικο σα την ''σκηνή'' που πήγαμε προχθές. Τι όμορφη που ήταν! Λίγες καρεκλίτσες κι ένα υποτυπώδες σκηνικό αλλά όλα άψογα. Αρτίστικο περιβάλλον. Έτσι..
Η βροχή συνήθως ακολουθεί το μέσα μου. Είναι λύτρωση. Ξεκαθάρισμα.

Πάω να στεγνώσω τα καινούργια μου βρεγμένα παπούτσια. Θα τα μπουκώσω με χαρτί από παλιές εφημερίδες, εικόνες και κείμενα παλιά και ξυνισμένα. Πάντα σου έλεγα πως θα έρθει η στιγμή που θα αποκτήσουν χρησιμότητα.
Μαλώνουμε γιά το τι θα δούμε στην τηλεόραση. Εγώ απεχθάνομαι το δελτίο ειδήσεων κι εσύ με ρωτάς τι ζητάω εγώ σε μαγειρικά παιχνίδια.
Μ αρέσει να ονειρεύομαι ό,τι δεν μπορώ να αγγίξω..
Μ αρέσει να μου κάνεις τα χατήρια, να κερδίζω εγώ..

Monday, June 01, 2009

ο Μήτσος


Την συνάντησα, γιά πρώτη φορά, σε ένα μπλε, όχι αλμυρού, αλλά γλυκού νερού.
Ήταν στα αποδυτήρια, μαζί με μία άλλη, Σεπτέμβρης ήταν ακόμη, εκείνη την ημέρα έμαθα και των δύο τα ονόματα, όχι από ενδιαφέρον, μα από περιέργεια, πιστεύοντας πως η μία εκ των δύο ήταν παλιά γνωστή.

Μου είπαν τα ονόματα τους, ημίγυμνες, τυλιγμένες η κάθε μιά με μία πετσέτα με την φυσική δειλία της συνομιλίας μεταξύ αγνώστων. Ευτυχώς, τα ονόματα τους δε μου θύμιζαν τίποτα. Χαμογέλασα ψεύτικα, και συνέχισα να κάνω την δουλειά μου. Ήταν πολύ μεγαλύτερες μου, τόσο που θα μπορούσα να τις αγνοώ, να περνάω απαρατήρητη από δίπλα τους και να τις παρακολουθώ χωρίς τύψεις.
Ήταν χοντρούλα, αρκετά θα έλεγα, και ψηλή. Χορταστική, ηλικιωμένη, κλασσική γυναίκα.
Με ένα διαρκές μειδίαμα και μιά γλύκα να υπογραμμίζει τα βλέφαρα. Ήταν τόσο ευδιάθετη πάντα, που άρχισα να υποψιάζομαι πως είχε την ανάγκη να είναι αρεστή.
Φορούσε ένα λαστιχωτό σκουφάκι σε γαλάζιο χρώμα, σαν αυτό που φορούν οι μαγείρισες σε ταινίες εποχής, μέσα στο νερό, και οι κινήσεις της, ήταν, αυτή την εντύπωση μου έδινε, αργές και βαριές.
Παρ όλα αυτά, περπατούσε δυσανάλογα με το βάρος της, ελαφριά και χαριτωμένα, και φορούσε μακριές φούστες που αγκάλιαζαν το λιπώδες κορμί της, κι άφηναν έναν αέρα πίσω της. Βαφόταν στο καθρέφτη, και δεν έφευγε αν δεν είχε φτιάξει πρώτα τα μαλλιά της με σεσουάρ και στρόγγυλη βούρτσα.
Ανάμεσα από τα πολύ λεπτά της χείλη, η φωνή της θαρρείς έβγαινε ραντισμένη με σταγόνες από μέλι.

Ορκιζόμουν, πως ζούσε μόνη, κι όλο αυτό, ήταν μιά ευκαιρία να κάνει πράγματα γιά τον εαυτό της, ενώ την κοιτούσαν τόσα άτομα.
Κάτι γιά να σπάει την μοναξιά και την μονοτονία της δηλαδή.
Προχθές μου παραπονέθηκε, πως είχε ένα ραντεβού σε ακατάλληλη ώρα που την πίεζε, φίλες σκέφτηκα, ή κανένας γκόμενος.. συγκεκριμένα είπα ''γεροντοέρωτας'' και γέλασα κάτω από τα ανύπαρκτα μουστάκια μου.

Σήμερα την άκουσα να λέει..
''Όταν λείπω, ο άντρας μου μου τηλεφωνεί, και μου λέει, αν περνάς καλά ρε Μήτσο μείνε λίγο ακόμη''
Γύρισα και την κοίταξα με απορία.
''Μήτσο;;'' ρώτησα, ήξερα πως την έλεγαν Δήμητρα, κατάλαβα..
''Ναι, μου χαμογέλασε προβάλοντας μία οδοντοστοιχία από μικρά δόντια, με τον άντρα μου, είμαστε μαζί κοντά στα πενήντα χρόνια, από φοιτητές.''
''Έχεις σπουδάσει;'' ρώτησα.
''Ναι, φιλόλογος είμαι'' μου απάντησε.. και χάθηκε στο νερό..

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...