Sunday, September 28, 2008

τΑ πΑΘη τΗς ΒΡοχΗς

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ' αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
.
.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού' μαθε για τους ήχους.Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
.
.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ' αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ' άλλα νά' ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
.
.
Κική Δημουλά

Saturday, September 27, 2008

το λευκό και το μαύρο

Mάζεψα βροχή. Μετέτρεψα σε νεροσυλλέκτες τους λοβούς των αυτιών, το λακάκι του λαιμού, την κοιλότητα του αφαλού. Επιστρέφοντας στράγγιξα τα μαλλιά μου, κι όλες αυτές οι μικρές λίμνες θα είναι το δώρο σου.

Μαζί έξη γράμματα.. εσύ κι εγώ! Το μαύρο και το λευκό. Το φως και το σκοτάδι. Ή ανάμνηση και η λησμονιά. Η έλξη και η απώθηση. Το συμπληρωματικό και το πλεονάζον. Το σύμπλεγμα των αντιθέτων. Ανάγκη αναπόφευκτη.

Εσύ κι εγώ. Το λευκό και το μαύρο. Η βροχή και η γη. Ράγισμα στην ροή του χρόνου. Εγρήγορση των αισθήσεων. Ελάχιστο άγγιγμα στην αιωνιότητα. Λύτρωση! Φυλακή!

Έβρεχε καρδιά μου σήμερα κι είχα μεταμορφώσει τα χέρια μου σε φτερά μόνο γιά σένα!


Thursday, September 25, 2008

αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα

Ποιός είπε πως επιλέγουμε την μοναξιά; Πως τρέχουμε πίσω της; Πως οι ίδιες οι πράξεις μας μας οδηγούν σ αυτήν;

Η Κάτια μ εγκατέλειψε. Ήμουν λίγος λέει! Αυτό το έμαθα ψαρεύοντας την φίλη της. Με ψιλογουστάρει αλλά δεν της κάθομαι. Η ίδια μου είπε πως είχε ανάγκη από προσωπικό χρόνο. Κουράστηκε λέει. Απαίτησε την ελευθερία της κι έφυγε βιαστικά. Λέξη δε μ άφησε να ξεστομίσω. Ο Νίκος λέει πως με φοβήθηκε. Εγώ λέω πως την περίμενε ο άλλος. Ο χοντρός, ο πηδηχταράς που την σάλιωνε μέρες τώρα.

Παραμονή πρωτοχρονιάς. Ο Νίκος θα βγει με την Ελένη. Θα της κάνει λέει πρόταση γάμου.
Το σπίτι δε με χωράει. Όλη μέρα στο p/c. Τσούζουν τα μάτια μου, να 'τα κατακόκκινα είναι, να στάξω μιά σταγόνα από κείνο το κολύριο.
Ο Νίκος με βρήκε να αυνανίζομαι με την φωτογραφία της Ελένης, καρφωμένη στην οθόνη του υπολογιστή. Ρε κολλητέ έχεις πρόβλημα το ξέρεις; έτσι μου 'πε. Εγώ πάλι ήθελα να είχε ανοίξει η γη να με καταπιεί. Και να μην είχα ξεχάσει να κλειδώσω την εκείνη την ρημαδιασμένη την πόρτα!

-Ρε συ, γιατί δε λες σε καμμιά από αυτές που μιλάς να βγείτε..
Δεν απάντησα. Τι να πω;
Έχω τρία chat ανοιχτά και δύο msn. Μιά σελίδα στο facebook κι ακόμη μία στο myspace. Όλες ίδιες είναι, οι γυναίκες λέω, όλες ίδιες. Σε διπλαρώνουν στο μπούρου μπούρου κι αρχίζουν τα παραμύθια. Τόσο ύψος, τόσα τα κιλά, σ αυτή την ηλικία. Υποψιάζεσαι τουλάχιστον μιά θεά. Κλείνεις ώρα και μέρα γιά ραντεβού, την βλέπεις από μακριά και το λιγότερο δικέ μου θέλεις να το βάλεις στα πόδια. Μία πενταετία μεγαλύτερη, έξη πόντους χαμηλότερη κι από κιλά ασ τα να πάνε.

Νιώθω πιασμένος, να ξεκινήσω πάλι εκείνο το ρημαδιασμένο το γυμναστήριο. Κάτσε να πιάσω κι εκείνο το κολύριο, χαμός γίνεται εδώ μέσα.
Να αρχίσω να ψιλοδιαβάζω και γιά την εξεταστική. Δεκαετία κοντεύω να κλείσω στην σχολή. Να ΄ναι καλά ο γέρος μου.. που περπατάνε ακόμη τα πόδια του.

Ο Νίκος φιλιέται μπροστά μου με την Ελένη. Της βάζει χέρι κι εκείνη κολλάει σα βδέλλα επάνω του. Όπου και να κοιτάξω γλύφονται και φιλιούνται. Στο δρόμο, στο πάρκο, στο ασανσέρ.
Όλοι ζευγαρωμένοι. Ακόμη και η Άσπα από την σχολή με τα χοντρά σπυριά στο πρόσωπο, μαζί με τον Γιάννη τον φύτουλα που του κρεμούσαμε κουδούνια!

Να παραγγείλω πίτσα. Ή χάμπουργκερ με πατάτες και μπύρα.
Να θυμηθώ να ζητήσω extra κέτσαπ. Κι εκείνη την σως με το σκόρδο.
Ο Νίκος λέει να κάνω άλλη μιά προσπάθεια. Όλο και κάποια θα γουστάρει. Τρόπο λέει θέλει. Διπλωματία. Μαστοριά.
Έγραψα ξανά τα στοιχεία μου και πάτησα search στο new friends.
Ψευδώνυμο Τουταγχαμόν. Τις προσελκύουν κάτι κάτι τέτοια.
Σε ένα τρίλεπτο είχα απάντηση. Πως είσαι, που σπουδάζεις, αν εργάζεσαι κλπ.
Μπήκε κατ ευθείαν στο ψητό.
-Τι ζητάς; με ρώτησε.
-Παρέα!
-Αν έχεις κατά νου κάτι άλλο από το πρώτο ραντεβού ξέχασε με..
-Δεν έχω..

Συναντηθήκαμε σ ένα καφέ. Ο Νίκος με πίεσε να πάρω μαζί μου προφυλακτικά. Η Ελένη χασκογελούσε. Δεν ήθελα. Είχα υποσχεθεί! Μου τα έβαλε με το ζόρι στην τσέπη.

Είδα μιά κοπέλλα νοστιμούλα, να πίνει μόνη της καφέ. Περίμενα κάποιο νεύμα που να λέει ''εγώ είμαι'' και κάθισα απόμακρα. Χαμογελούσε με το άγχος μου. Χαμογελούσε και μασούσε το κάτω ζουμερό χειλάκι της. Φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά, κι όλο έδιωχνε προς τα πίσω τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Με φώναξε, πήγα κοντά της.

-Έχω ένα ακόμη ραντεβού μου είπε αποφασιστικά. Α να 'τον έρχεται!! Θα περιμένεις λίγο ε; Θέλω σας δω και τους δύο και να διαλέξω... δεν θα σε καθυστερήσω πολύ.. σε τρία λεπτά θα ξέρω..

υ.γ. η συνέχεια στον κινηματογράφο..

Wednesday, September 24, 2008

Β.. όπως ΒΡοΧή

Καταπίνω καφτές μπουκιές από αποξηραμένα άνθη χαμομηλιού, ζαχαρωμένα με μέλι. Μεταμορφώνω το σώμα μου σε μπάλα και κυλάω στην βροχή, σαν ένας νάνος από παραμύθι. Μιά φορά κι ένα καιρό, μέσα, έξω, μέσα και πάλι έξω!

Κόβει με σκληρότητα την σκιά μου, υγρή και θολή. Κάθετα κι ορμητικά. Σταγόνες
σκόρπιες το σώμα μου.

Τις τελευταίες μέρες προσέχω ιδιαίτερα τον εαυτό μου και τρομάζω. Είναι έντονη η αίσθηση του κινδύνου. Σκοντάφτω εύκολα, τσούζουν τα μάτια μου, πονάει ο λαιμός μου.
Σήμερα κάνω ακροβατικά στο νερό της βροχής, κι επιπλέω σε ένα άνω των 1,70 μ. βάθος.
Σκορπάω γύρω μου νερένιες φλόγες μικροσκοπικών κεριών και κυλάω ζιγκζακωτά ανάμεσα τους.

Λατρεύω το άγνωστο.
Γιά καλό μου ελπίζω.
Με γοητεύει. Με εξιτάρει. Είναι απρόβλεπτο. Δεν έχει οριοθετηθεί, δεν αναγνωρίζεται.
Είναι σα τον ταχυδακτυλουργό, που δεν ξέρεις τι θα βγάλει από το μαύρο ημίψυλο. Ένα απλό μαντήλι, ένα κουνέλι, ή μία τράπουλα;
Επίσης δείχνει απίθανα ιδανικό. Αγγίζει το τέλειο, πλάθεται!

Σήμερα αγόρασα μιά μπλούζα κι έχασα ένα όμορφο ζευγάρι γυαλιά. Ίσως και για αυτό ο ήλιος έδωσε την θέση του σ ένα μαύρο ουρανό. Σύννεφα και βροχή!
Έβλεπα και ξανάβλεπα με το νου αυτήν που θα τα χαιρόταν..
Χαλάλι της.. αυτό είπα..
Όπως το ίδιο είπα μιά μέρα και σε σένα θυμάσαι;
Χαλάλι σας!

Εγώ όταν χάνω κάτι το αντικαθιστώ με καινούργιο. Συνήθως καλύτερο. Νόμος της Φύσης..
Εδώ, σήμερα πάλι, χάθηκε ολόκληρη ψυχή. Ξεχάστηκε κι όλας σαν να μην ήταν Τίποτα.

Κάπου μακριά, μιά καλή νεράιδα κλείνει τα μάτια και κάνει ευχές γιά μιά καρδούλα που μόλις γεννήθηκε..

Βρέχει σκληρά.
Ναι σου λέω, βρέχει.. Β.. όπως βροχή!

υ.γ. γιά σένα που ξέχασες τα παπούτσια σου μέσα στη φωτογραφία, ξέρεις εσύ!

Sunday, September 21, 2008

επιστροφή

Aνήμερα των γενεθλίων της, με ένα καινούργιο μαύρο φόρεμα, μία ολόκληρη δικιά της πίτσα από delivery, και ούτε θυμόταν πόσα κουτάκια μπύρας, έβγαλε τη χθεσινή νύχτα ολομόναχη!

Πρωί πρωί, κατέβηκε στο υπόγειο να εμφανίσει το φιλμ από την τελευταία της δουλειά, αγορασμένη ήδη από γνωστό περιοδικό. Ρουφούσε με το καλαμάκι τον πρώτο της καφέ, όταν χτύπησε το κινητό. Το σήκωσε, βγήκε βιαστικά από το εργαστήριο της, τα μάτια της μισόκλεισαν στο φως ανέβηκε τις σκάλες να πάρει μια ανάσα, σκόνταψε και ίσιωσε το κορμί της στο λεπτό! ‘’Να πάρει’’!

-Θάλεια;
-Ναι;
-Σε ξύπνησα; Καλή σου μέρα.
Κοίταξε το ρολόι της για να τσεκάρει την ώρα. Μόλις 8 το πρωί.
Δίστασε λίγο, σκέφτηκε..
-Ποιος; Της ήταν γνωστή αυτή η φωνή.. Ντίνα;
-Ναι εγώ! Παραξενεύτηκες ε; Με το δίκιο σου, πάει καιρός που.. εσύ; Είσαι καλά;
Φωνή αγαπημένη, φίλη παιδική, δέκα χρόνια σχεδόν ξεχασμένη, χρόνου παρελθόντος και απόλυτα τακτοποιημένη, μαζί με ένα πλήθος καταστάσεων, φωλιασμένων στο μέρος της καρδιάς!
-Καλά.. είπε μουδιασμένα, της έφταναν τα τωρινά!
-Θάλεια ξέρεις, συνέχισε η άλλη, ήθελα να σου πω, να.. θεώρησα πως πρέπει να το μάθεις.. ο αδερφός μου, ο Δημήτρης..
Ταράχτηκε. Αυτός της έλειπε τώρα! Έκανε λίγα βήματα ως το παράθυρο. Ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ. Η Αίγινα απέναντι με δυσκολία διακρινόταν. Τράβηξε το πόμολο και ψαχούλεψε σ το συρτάρι, μία τανάλια, τέσσερα πέντε κουτάκια φίλμ, ένα πάκο φωτογραφίες, συνδετήρες, στυλοί, μολύβια, ένα ακόμη κινητό, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Το ‘’κλικ’’ του αναπτήρα έσπασε την πρωινή ησυχία.
Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά; Μιλούσαν στο τηλέφωνο τακτικά. Μια καλημέρα, τι κάνεις, πως είσαι, τι καιρό έχει επάνω σήμερα, τα τυπικά. Για τα άλλα, τα ουσιώδη , τσιμουδιά.
-Ο Δημήτρης τι Ντίνα;
-Είναι στην εντατική. Μια βδομάδα τώρα.. δεν μας δίνουν και πολλές ελπίδες οι γιατροί.
Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι της να παίξει με τα μαλλιά της. Παίδευε την μνήμη της. Πόσο διάστημα είχε να τον ακούσει; Μια βδομάδα; Δυό;
Σίγουρα πριν το ταξίδι στο Λονδίνο.. Άρα δυό σωστά το υπολόγιζε..
-θάλεια φοβάμαι..

Έριξε βιαστικά δυό μπλουζάκια, ενός κακού μύρια έπονται σκέφτηκε, δυό παντελόνια, βιβλίο, φωτογραφική, σε ένα σάκο, μία ζακέτα επάνω της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Σε 6,5-7 ώρες θα ήταν επάνω. Βγήκε στην εθνική.
Έριχνε μικρές σταγόνες τώρα αραιά και που. Άνοιξε τους υαλοκαθαριστήρες.
Ο Δημήτρης στην εντατική! Της ήταν δύσκολο να το πιστέψει.
Έξω από τη Λαμία, φούλαρε βενζίνη στο πρώτο πρατήριο και πήρε καφέ.
Ήπιε μια γουλιά.
Δεν ήταν καλά! Πέταξε την ζακέτα, παρ όλο που η εξωτερική θερμοκρασία την αποζητούσε. Υγρασία και ζέστη, αυτό ένιωθε. Τον λαιμό της να ιδρώνει και να μην δέχεται ούτε το σταυρουδάκι. Έκλεισε τελείως τα παράθυρα και άνοιξε κλιματιστικό.
Oι ρόδες της κατάπιναν την άσφαλτο . Κι αυτή προσπαθούσε να χωνέψει τα γεγονότα που άλλη μια φορά έτρεχαν μπροστά της.

Προσπέρασε ένα φορτηγό. Ο οδηγός της κόρναρε. Τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. Της έκανε την γνωστή κίνηση με το χέρι.
Του έφτυσε μια βρισιά κι ας μη την άκουγε.
Έβαλε μουσική. Η γνώριμη φωνή της Χαρούλας.
‘’Δώσ’ μου μια μέρα να κατοικήσω στα μάτια σου’’
‘’Δώσ’ μου μια νύχτα να παραδώσω ψυχή’’
‘’Σαν τον αέρα σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Την μοναξιά μου δεν την ξεπλένει η βροχή’’

Χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Πέτρος.
-Που είσαι;
-Γιατί να σου πω; Αλλά κι αν σου πω δεν θα το πιστέψεις, είπε να το πιάσει ανάποδα!
-Πες και βλέπουμε..
-Στην εθνική οδό.
-Έτσι ξαφνικά; Γιατί; Τι έγινε;
-Θα τα πούμε κάποια στιγμή.
-Πότε;
-Όταν..

Ψιλόβρεχε ακόμη. Κάποτε ο Σεπτέμβρης ήταν ο αγαπημένος της μήνας. Μήνας αλλαγών και αποφάσεων.
Στα Τέμπη πήρε δεύτερο καφέ, κι ένα κουτί μπισκότα, από αυτά τα σοκολατένια με την κρεμώδη γέμιση στο εσωτερικό.
Όταν άφησε τη Θεσσαλονίκη υγρή και θολή πίσω της, η βροχή κτυπούσε με δύναμη τα τζάμια του αυτοκινήτου.
Ο Δημήτρης! Σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο δε το πίστευε. Και να πάρει η ευχή γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει τόσο καιρό;
Κάλεσε στο τηλέφωνο την Ντίνα.
-Κοντεύω. Θέλω να τον δω. Σήμερα. Έστω για λίγο.
-Σου έχω κλείσει ήδη δωμάτιο στο Lousy. Υπέθεσα πως θα ήταν δύσκολο να μείνεις στο σπίτι σου. Στις 5 είναι τα επισκεπτήρια της εντατικής. Αφήνουν μόνο τους πολύ στενούς συγγενείς. Θα είμαι κι εγώ εκεί.

Όταν κατά την άφιξη στην γενέθλια πόλη σου η βροχή δίνει την σκυτάλη σ έναν γελαστό, ολόλαμπρο ήλιο λογαριάζεις πως όλο αυτό γίνεται τουλάχιστον προς τιμήν σου, οπότε οφείλεις τουλάχιστον να το απολαύσεις.
Έψαξε στην τσάντα της τα γυαλιά της, τα έβγαλε και τα φόρεσε. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκη και χαμογέλασε. Στα 35 της ήταν ακόμη μία πολύ εντυπωσιακή γυναίκα. Αρκεί που και που, κάποιος να της το θύμιζε!
Άφησε το αυτοκίνητο στα αριστερά του λιμανιού, στους πρόποδες του βράχου. Πήρε τα κλειδιά στο χέρι κι ανέβηκε τα χωμάτινα σκαλιά. Στο πρώτο πλάτωμα, στάθηκε συγκινημένη πίσω από τα φυλλώματα ενός δέντρου και κοίταξε πέρα μακριά, τους λόφους, τα σπίτια, το λιμάνι, τη θάλασσα.
Παρ όλο που αυτή την πόλη ένιωθε πως την είχε χορτάσει, πως είχε ήδη πάρει όσα είχε να της δώσει και δεν είχε απομείνει τίποτα πιά, τίποτα δεν είχε αλλάξει από την γραφικότητα της.
Είχε αυτό το ‘’κάτι’’, αυτό το άγουρο, μέσα στην ωριμότητα της, αυτή την αίσθηση πως είσαι πολύ κοντά στην φύση, και συγχρόνως τόσο μακριά, αυτή η πόλη της θύμιζε μικρό αγόρι που είχε υποσχεθεί να μεγαλώσει και στην πορεία ξεχάστηκε, διατηρώντας στο πέρασμα του χρόνου την αγνότητα του.
Ήταν η Kαβάλα, η πόλη όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, με χιλιάδες αναμνήσεις κρυμμένες πίσω από την κάθε πατημασιά της, από κάθε της πτυχή, κάθε λόφο, σκαλισμένες σε κάθε δέντρο, σημειωμένες στην αμμουδιά, στα βραχάκια της θάλασσας, στις σκαλωσιές του βράχου, και κυρίως, έστρεψε το υγρό βλέματης πίσω και λίγο ψηλότερα.. κρυμμένες κυρίως στα τείχη και στο εσωτερικό αυτού του κάστρου, όπου έπαιζαν σαν παιδιά!
Ήταν μαγευτικά θα μπορούσε να τραβήξει κάποια στιγμή φωτογραφίες και να προτείνει το θέμα στο περιοδικό. Εντυπωσιάζουν και πουλάνε ακόμη οι τόποι που διατηρούν αναλοίωτη την φυσικότητα τους.
Ανέβηκε ψηλότερα, έκανε αριστερά και βγήκε στο δρόμο που οδηγούσε προς το κάστρο.
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξένων, περνούσε την είσοδο του Ιμαρέτ, αυτό το εντυπωσιακό αιγυπτιακό οικοδόμημα του 1817, είχε ενημερωθεί πως λειτουργούσε πιά ως ξενοδοχείο.
Δέκα βήματα αριστερότερα, έβαλε το κλειδί σε μία μεγάλη κλειδαριά. Η πόρτα υποχώρησε. Μπήκε μέσα. Ήταν το σπίτι της, το σπίτι των γονιών της μέχρι μία δεκαετία πριν. Το σπίτι όπου την επισκεπτόταν κάποτε ο Δημήτρης.
Τράβηξε τα σεντόνια που σκέπαζαν τα έπιπλα, άνοιξε τα παράθυρα.
Ήταν ολοφάνερη η σκόνη, η εγκατάλειψη και οι αναμνήσεις. Όπως ακριβώς τα είχε αφήσει. Ανέγγιχτα και κουρασμένα.
Κοιτούσε αποστασιοποιημένη. Ψυχρά. Αλλού ήταν η ζωή της τώρα. Μα κι εκεί αποσύνθεση. Και τα γεγονότα να διαδέχονται βιαστικά το ένα το άλλο. Τρεις λύπες, μία χαρά.
Φωτογραφίες και πίνακες παντού. Ο πατέρας της ζωγράφιζε. Ένας πίνακας μισοτελειωμένος. Το χέρι της απλώθηκε να τον αγγίξει!
Πως θα ήταν άραγε Αν..
Αν δε συνέβαινε εκείνο το μοιραίο τροχαίο που της τους άρπαξε βίαια και τους δύο μαζί.
Αν δεν γνώριζε τον Πέτρο. Αν ήταν ακόμη με τον Δημήτρη. Αν ζούσε ακόμη σ αυτή την πόλη, μέσα σ αυτό το όμορφο σπίτι. Το πατρικό της σπίτι.
Αν δεν την έδιωχναν τα ίδια τα γεγονότα.
Αν το πάλευε, αν πάλευε ενάντια σε κάθε συντηρητισμό αυτής την μικρής πόλης στα βόρεια της χώρας.
Αν δεν ονόμαζε τους φόβους της ΄΄αγάπη΄΄.
Πήρε στα χέρια της μια φωτογραφία. Σκονισμένη και κιτρινισμένη. Ήταν από κάποια γενέθλια της. Δίπλα της συνομήλικος ο Δημήτρης. Δυό χρόνια μεγαλύτερη η Ντίνα. Τα πόσα έκλεινε; Τα δύο; Τα τρια;
Θα έπρεπε να τις είχε πετάξει. Δεν ήθελε. Να που στάθηκε σωστή.. Να που έπρεπε να ξανα ‘ερθει αντιμέτωπη με ένα παρελθόν με το οποίο πίστευε πως είχε ξεκαθαρίσει φεύγοντας. Δε πετιέται έτσι μια ζωή. Δεν καθαρίζεις τόσο εύκολα από ότι σε έχει καθορίσει . Ότι σε οριοθετεί σε δεσμεύει. Σε καλεί πίσω. Ξανά και πάλι.
Πήγε στο δωμάτιο της. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Κούρδισε ένα καρουζέλ, δώρο του πατέρα της και το ξανα ακούμπησε στο κομοδίνο της. Φταρνίστηκε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και νοσταλγία.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Πεταμένα άχρηστα πράγματα, φύλλα, κλαδια. Ακούμπησε στην κουπαστή. Όλη η πόλη απλωνόταν μ ένα νωχελικό ερωτισμό στα πόδια της.
Κοίταξε το ρολόι . Θα ακολουθούσε το ξενοδοχείο και μετά το νοσοκομείο. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τα δυσκολότερα. Τουλάχιστον ήταν σε κατάσταση υπεροχής, μετάνιωσε για την σκέψη της, μα δεν είχε καμμιά διάθεση να αντιπετωπίσει το ειρωνικό ύφος του. Όχι τώρα!

Το κινητό κουδούνιζε ακατάπαυστα. Το άνοιξε κουρασμένη.
-Έλα Πέτρο.
-Πού είσαι;
-Μπα.. από πότε τόσο ενδιαφέρον ξαφνικά;
-Γιατί το λες αυτό;
-Κοίταξε να δεις, έχουμε χρόνο να τα συζητήσουμε αυτά. Τώρα έχω δουλειά. Άσε με στην ησυχία μου λοιπόν.
-Να ζηλέψω;
-Άσε με ρε Πέτρο με τις ζήλειες σου μια ζωή.
-Μα είμαι ο άντρας σου, δε θα έπρεπε να ξέρω που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή;
-Ο πρώην άντρας μου εννοείς.
Μωρέ αλλάζει ο άνθρωπος; Όσο κι αν λες θα του αποδείξω το αντίθετο, αυτός αυτό που θα έχει κολλημένο πίσω από το όμορφο προσωπάκι του, αυτό θα πιστεύει.
Όσο κι αν του φωνάζεις ‘’σε χρειάζομαι’’αυτός θα είναι ‘’απών’’. Γιατί ο Πέτρος ζούσε μέσα από την απόσταση. Βολευόταν σ αυτήν. Κι από την άλλη εγωισμός και ανασφάλεια.
Που πας; Τι θα κάνεις; Πως θα το κάνεις και με ποιόν; Γιατί φόρεσες αυτό; Δεν βάζεις κάτι πιο μακρύ; Ε μα πια βαρέθηκε μια ζωή τα ίδια και τα ίδια.
Δε λέω άνθρωπέ μου, σε ερωτεύτηκα, σε ακολούθησα, προσπάθησα, ξεπέρασα τις δυνάμεις μου μα ΔΕΝ.. δεν μας παίρνει άλλο.. κατάλαβες; Δεν Μας Παίρνει Άλλο!!!
Δεν ήθελε να του μιλήσει. Να τελειώνουν αυτό μόνο ήθελε. Να σταματήσει να σκέφτεται ‘’που είναι τώρα’’. Αν πεινάει ή τι φοράει. Να ξεφύγει από την καθημερινότητα που της είχε επιβληθεί.
Όχι κύριε, αν ήθελες να είσαι μαζί μου, δεν θα σε μοιραζόμουν με τις άλλες. Ότι περπατάει κι ότι πετάει, τον νου σου στο κουτούπωμα εσύ! Περιζήτητος γκόμενος. Γλυκοτσούτσουνος!
Αλλά όλα κι όλα. Μέχρι εδώ ήταν. Ξεχύλισε το ποτήρι από το κρασί. Πήγαινε εσύ με τις πουτάνες σου, κι άσε με εμένα να κάνω την δουλειά μου!

Αυτό ήθελε, από μακριά κι αγαπημένοι, και θα το κατάφερνε!!

Bρήκε την Ντίνα στον προθάλαμο της εντατικής. Ίδια κι απαράλαχτη. Ελαφρώς γεμάτη και γλυκιά. Με ένα απλό φόρεμα που έπεφτε ανάλαφρο στα αφράτα μπράτσα της και καλοχτενισμένη. Συζητούσε όρθια με έναν από τους γιατρούς που παρακολουθούσαν τον Δημήτρη, καταπίνοντας χαρακτηριστικά εκείνο ‘’ρο’’ , που την έκανε να δείχνει ακόμη πιο άμεση και οικεία. Αγκαλιάστηκαν τρυφερά.
-Αχ ρε Θάλεια, τόσα χρόνια, που χάθηκες; Την κοίταξε με περιέργεια από τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών.
-Για να σε δω, για να σε δω.. άλλαξες πολύ, αδυνάτισες, κι αυτό το ντύσιμο.. μα εσύ θα πρέπει να βγάζεις πολλά λεφτά!!! Της σφύριξε ελαφρά και μετά το μούτρο της άλλαξε τελείως έκφραση. Την πήραν τα κλάματα.
-Μην κάνεις έτσι κορίτσι μου, είναι δυνατός, θα το ξεπεράσει! Πως είναι σήμερα;
-Η ίδια στάσιμη κατάσταση εδώ και μια βδομάδα.
-Πως έγινε αυτό βρε παιδί μου;
-Τροχαίο. Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε. Ίσως αν φορούσε το κράνος!!
-Θέλω να τον δω. Κατάπιε σαν να είχε μια ψύχα ψωμιού στο λαιμό της.
-Άργησες Θάλεια! Τόσα χρόνια πέρασαν.. γιατί;

Γιατί; Γιατί στην αρχή δεν έβλεπε ούτε την μύτη της μαγεμένη από το καλοδουλεμένο περίβλημα του κυρίου. Τρελλά ερωτευμένη. Κι έπειτα, έπειτα για πολύ καιρό, ούτε θυμόταν πόσο της πήρε, πάσχιζε να δώσει ένα τέλος σ αυτό το κομμάτι της ζωής της.
Από την άλλη ήταν κι οι δουλειές. Είχε πέσει με τα μούτρα στα επαγγελματικά ταξίδια και στις φωτογραφήσεις.
Άλλωστε τι; Οι σχέσεις δεν κρατούν για πολύ. Όλα κάνουν τον κύκλο τους Ντίνα ήθελε να της πει, αλλά μπροστά στο πονεμένο πρόσωπο της σιώπησε.


Τον είδε, ξαπλωμένο σ ένα κρεββάτι, ένα σώμα ανάμεσα σε άλλα, άψυχο σχεδόν. Την έλουσε κρύος ιδρώτας, σα να πιάστηκε χέρι χέρι με ένα παρελθόν που πάσχιζε να λησμονήσει. Κάτι φτερούγισε μέσα στο στήθος της. Ακολούθησε με το βλέμμα της τα δεκάδες καλώδια. Την ανάσα του που έμοιαζε περισσότερο με παλμό μηχανήματος, παρά ανθρώπινου σώματος , μέσα στην νεκρική ησυχία του ‘’τίποτα’’ που μύριζε οινόπνευμα, φάρμακο και απολυμαντικό.
Ζωή κρυμμένη σε μηχανήματα, σκέφτηκε.
Τα μάτια του ήταν κλειστά. Τα χείλη μισάνοιχτα. Είχε ξεχάσει το πρόσωπο του. Είχε δώσει το δικαίωμα στην μνήμη της να τον θυμάται διαφορετικά. Η θέα του, από την μια ήθελε να την ρουφήξει κι από την άλλη της έφερνε τρόμο, μα έκανε μία προσπάθεια. ΄΄Τι θέλω εγώ με όλα αυτά’’μονολόγησε! Θα μπορούσε να φύγει, αυτή την στιγμή να κάνει μια στροφή και να φύγει. Αντί γι αυτό τον κοιτούσε με δέος!
-Δημήτρη.. είπε ψιθυριστά με φωνή που με δυσκολία έβγαινε και του έπιασε την παλάμη του χεριού.
Καμμία ανταπόκριση.
Είχε αλλάξει. Ήταν πιο παχύς, και είχε γκρίζα μαλλιά, όσα τουλάχιστον ξεχώριζαν μέσα από τις γάζες. Δέκα χρόνια ήταν πολλά, από τα εικοσιπέντε έως τα τριανταπέντε, οι αλλαγές είναι εμφανείς, αν τον συναντούσε τυχαία στο δρόμο, ίσως και να της περνούσε απαρατήρητος!
-Δημήτρη.. έκανε δυνατότερα, εγώ είμαι η Θάλεια.
Το σώμα παρέμεινε ακίνητο κι ανέκφραστο.
-Δημήτρη μου σε παρακαλώ μίλα μου, δεν ήξερα, μόλις σήμερα το πρωί έμαθα..
Μη παίρνοντας απάντηση, έσπασε, την πήραν τα δάκρυα.

Να ήξερες πόσο μου έλειψες! Κράτησε το χέρι του για ώρα μέσα στο δικό της.
-Ξέρεις; Ξέρεις ποιο είναι το ποιο αστείο από όλα; Τρόμαζα στην ιδέα μιάς υποτιθέμενης συνάντησης μας. Φοβόμουν τον θυμό σου, ξέρω τίποτα δεν θα έλεγες.. τα μάτια σου όμως θα σε πρόδιδαν, θα με αποδοκίμαζε το βλέμμα σου Δημήτρη.
Και τι δεν θα έδινα να μου μιλούσες αυτή τη στιγμή κι ας με έδιωχνες. Ας με κοιτούσες υπεροπτικός και κακιωμένος, μόνο να μίλαγες!
Χάιδεψε τρυφερά την παλάμη του. Σχημάτισε μέσα της ένα Δ, μεγάλο και με στρογγυλεμμένες γωνίες. Μέσα σ ένα τέτοιο Δ τρύπωσε και χάθηκε χρόνια πριν. Στο ίδιο ξαναχανόταν τώρα! Μόνο που οι γωνίες του είχαν γίνει αιχμηρές αναμνήσεις και την βελόνιαζαν.
Τον χάιδευε, έτσι όπως έκανε πάντα, τότε, πριν από…
Παιδιά έπαιζαν μαζί. Στις γιορτές, τις διακοπές, στο Δημοτικό, στο Λύκειο στα φροντιστήρια, ακόμη και στη σχολή. Παντού μαζί!
Όλοι, η οικογένεια της, η οικογένεια του, οι φίλοι τους, το θεωρούσαν δεδομένο, πως και η μετέπειτα ζωή τους θα ήταν μία κοινή συνέχεια του εφηβικού τους έρωτα.
Πόσο μισούσε τα δεδομένα. Τα σίγουρα. Γιατί είναι αυτά που φέρνουν τις πιο μεγάλες αλλαγές. Τις πιο μεγάλες φουρτούνες. Τα πάνω κάτω. Το μέσα έξω. Εκεί που λες μια χαρά είμαι τώρα, ας αφεθώ, εκεί φοράς τα ρούχα σου ανάποδα και λες κι ευχαριστώ. Για να αποφύγεις τα ακόμη χειρότερα!

Τελειώνοντας την σχολή, ο Δημήτρης άρχισε να έχει λόγο στην εταιρεία του πατέρα του.
-Έλα να δουλέψεις μαζί μου της ζήτησε.
-Άσε με να το σκεφτώ.. του είχε απαντήσει αυτή.
-Τι συμβαίνει Θάλεια;
-Τίποτα Δημήτρη..
Λίγες εβδομάδες μετά γνώρισε τον Πέτρο. Ένας Αθηναίος φωτογράφος, συνεργάτης ενός περιοδικού, που βρέθηκε για λίγους μήνες στην πόλη τους. Την κέρδισε η σπιρτάδα και το χιούμορ του. Τα υπόλοιπα δεν τα είδε, ή έκανε πως δεν τα είδε.
Το ίδιο βράδυ, σ ένα μπαράκι, ζήτησε από τον Δημήτρη να χωρίσουν.
Λίγους μήνες αργότερα του κοινοποιούσε την απόφαση της να κατέβει Αθήνα. Εν τω μεταξύ είχε χάσει τους γονείς της.
Ήταν χαρούμενη που της δινόταν η ευκαιρία να φύγει. Εκεί το μόνο που ένιωθε ήταν μια μόνιμη τριχιά γύρω από τον όμορφο λαιμό της. Πνιγόταν. Ανάσαινε δύσκολα σαν κάτι να την δυσκόλευε στην αναπνοή. Είχε πέσει σε κατάθλιψη, έτρεχε σε ψυχολόγους, έπαιρνε αντικαταθλιπτικά.
-Εσύ ήσουν που δεν θα μ άφηνες ποτέ;
Θα είμαι δίπλα σου Δημήτρη, όποτε με χρειαστείς, όποτε με ζητήσεις θα είμαι Εδώ.
-Τι έτσι; Δεν θέλω έτσι, εσένα θέλω το καταλαβαίνεις; Θέλω εσένα δίπλα μου!
Θα μιλάμε Δημήτρη, θα μιλάμε καθημερινά σου του υπόσχομαι.

Πίστευε τότε, πως με το να ακολουθήσει τον Πέτρο, ξεπερνούσε τις συμβάσεις. Μα δεν ήξερε πόσο βαθιά θα συμβιβαζόταν στην νέα της ζωή.
Κλείστηκε ηθελημένα στο κελί που της έφτιαξε. Το φτιασίδωσε κι όλα με καινούργια έπιπλα, ασημικά, σπίτι στην εξοχή, φουσκωτό!
Η ζήλεια του όμως υπονόμευε και την πιο μικρή χαρά της, η απουσία του έφτανε ώστε να ζει με ένα διαρκή φόβο απώλειας.
Άνθρωπος συναισθηματικά ανάπηρος. Ένας άνθρωπος που αδυνατούσε να αγαπήσει, που εκμεταλευόταν όποιον είχε την ανάγκη του, ένας εγωιστής αυτός ήταν ο Πέτρος!
Πόσα έχω να σου πω να ‘ξερες! Για τους φόβους μου που δεν σου μίλησα ποτέ. Τρύπωναν μέσα μου σαν εφιάλτες τις νύχτες.
Για τις αναμνήσεις μου που έκαιγαν τον νου και την ψυχή μου.
Για τα όνειρα μου, θυμάσαι, γέλασες κάποτε, κι είχες δίκιο, απόδειξη τούτη δω η στιγμή. Δεν ήθελα να δεχτώ την ήττα μου επιστρέφοντας Δημήτρη!
Τα λάθη μου, τα Αν, τα Ισως.. ποτέ δε σου μίλησα για όλα αυτά, έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες της απόφασης μου. Έπρεπε να δείχνω ευτυχισμένη και χαρούμενη.
Έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά. Έγινα η καλύτερη συνεργάτης των περιοδικών. Η
πιο σπουδαία φωτογράφος.
Κάνε κουράγιο, κάποια μέρα, όλα αυτά θα τελειώσουν, κι εσύ θα μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου, και τότε θα σου δείξω την καινούργια μου δουλειά. Μία κατάθεση ψυχής, της δικής μου ψυχής Δημήτρη! Την έχω πουλήσει ήδη στο καλύτερο περιοδικό! Θα κάνει θραύση!
Αναπολούσε το παρελθόν, μιλούσε δυνατά και γελούσε σαν να διηγιόταν ένα παραμύθι εκ των προτέρων γνωστό και στους δύο. Όταν πέρασε ο χρόνος της επίσκεψης, τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.

Έπιασε την Ντίνα από το μπράτσο και βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα. Ανάσαναν και οι δύο βαθιά μια νύχτα δροσερή. Ένιωσε τύψεις και συνάμα τυχερή που μπορούσε και χαιρόταν μια τέτοια βραδιά το φεγγάρι.
Έβγαλε τσιγάρο. Πρόσφερε και στην Ντίνα. Από εκεί και ύστερα άρχισαν οι ερωτήσεις. Οι απαντήσεις έβγαιναν χαμηλόφωνες, στάζοντας κρύο ιδρώτα.

Ο Δημήτρης τελευταία δεν ξεχώριζε την μέρα από την νύχτα. Εργαζόταν ακατάπαυστα. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο ήταν πολλές και σύντομες. Δεν ήθελε δεσμεύσεις. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δουλειά. Έβαζε συνεχώς πλάνα. Κι όταν τελείωνε με επιτυχία το ένα σχέδιο, δημιουργούσε άλλο. Τι αξία έλεγε έχει μια ζωή δίχως στόχους;
Έκλαιγε η Ντίνα και της τα έλεγε. Παράπονο έσταζε το στόμα της.
-Του έλεγα να συνεχώς.. πρόσεχε.. πρόσεχε.. σα να ήξερα..

Λαχτάρησαν να συναντήσουν ένα Θεό και να τον παρακαλέσουν με όλη τους τη δύναμη..
Όταν οι άνθρωποι παρακαλούν με όλη την δύναμη της ψυχής τους, ο Θεός λυπάται και κρατάει σημειώσεις. Εκείνη την μέρα, το χαρτάκι όπου γράφτηκε η ευχή της Θάλειας, φαίνεται πως το έκλεψε και το έκρυψε κάποιος σκανδαλιάρης άγγελος.
Την κηδεία του Δημήτρη, συντρόφεψε ένας ουρανός γεμάτος μαύρα σύννεφα. Έριχνε μια βροχή δυνατή, όλο θυμό κι εκδίκηση.
Ήταν η μόνη που δεν φορούσε σκουρόχρωμα ρούχα. Κρατούσε μία μεγάλη κόκκινη ομπρέλλα. Τα μεγάλα μαύρα γυαλιά έκρυβαν τα πνιγμένα στο κλάμα μάτια της.
Η αδερφή του ήταν απαρηγόρητη. Η Θάλεια την κρατούσε στην αγκαλιά της. Ζαλισμένη από τα ηρεμιστικά, της είχε μείνει μόνο μια μικρή δύναμη που έβγαινε από το στόμα της μ ένα ξεψυχισμένο ‘’γιατί’’.


Ένα μήνα μετά, έκανε τσιγάρο, καθισμένη στην δυτική πλευρά του φρεσκοπεριποιημένου σπιτιού της, παρατηρούσε τους ψαράδες στο λιμάνι. Οι περισσότεροι, ήσαν ηλιοκαμμένοι Αλβανοί, που καθάριζαν κάτι κίτρινα απλωμένα δίχτυα μετά την τελευταία ψαριά. Δυό τρεις έδειχναν να μιλούν πολύ έντονα μεταξύ τους. Η μυρωδιά της θάλασσας έφτανε ως επάνω. Φύκι, ιώδιο κι αλμύρα.
Οι μικρές ήττες της ως τώρα ζωής της. Ο Πέτρος τις έλεγε ‘’εμπειρίες’’, ο Δημήτρης, ρομαντικός, περίμενε πάντα πως κάτι θα αλλάξει! Η αγάπη έλεγε όταν είναι πραγματική δε χάνεται, είναι πάντα εκεί.
Περίμενε την Ντίνα, να της πει τα νέα.
Είχε δει ένα πολύ καλό μαγαζί στο κέντρο της πόλης και το διαπραγματευόταν, ίσως κατόρθωνε καλύτερη τιμή κι ένα πιο συμφέρον συμβόλαιο.
Ότι έπρεπε για να στεγάσει το εργαστήριο της!!
Στην Αθήνα κατέβηκε ίσα με μία φορά, όσο για να αμπαλάρει τα απαραίτητα και να τα στείλει επάνω με μια φορτωτική!
Έξι μήνες μετά, είχε το διαζύγιο στα χέρια της..
Πήρε την Ντίνα στο κινητό..
Διάλεξε καλό εστιατόριο φιλενάδα, σήμερα κερνάω εγώ!

Saturday, September 20, 2008

αλλαγή πλεύσης

Kλείνοντας πίσω μου μιά βαριά ξύλινη πόρτα, με τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ στα ρουθούνια μου, στη ζεστασιά ενός πρώιμου παπλώματος, κι έχοντας ακόμη σκουλαρίκια στους λωβούς των αυτιών γνώριμες μελωδίες..

..σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι να λησμονήσεις, τις μόλις χθεσινές καλοκαιρινές σελίδες του ημερολόγιου σου!
Έτσι σα μιά τσιμπιά στο μάγουλο το πέρασμα από του ενός το άκρο στο άλλο..

Tuesday, September 16, 2008

μιά ΔεΥΤέρα

Ξυπνάς ξημερώματα με κωλικούς, θυμάσαι πως ήταν όταν μάθαινες να αναπνέεις μιμούμενη το λαχάνιασμα του σκύλου, νοιώθεις πως χάνεις τις αισθήσεις σου, ιδρώτας που παγώνει στο σώμα, τηλεφωνήματα, ερωτήσεις κι απαντήσεις, ένα δύωρο πόνου αρκεί να ζωγραφίσει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια σου το πρωί, ένα ραντεβού που ματαιώθηκε επί τόπου, ένα άλλο που μετατέθηκε γιά το απόγευμα, δύο μπουκάλια γάλα, ένα με χαμηλά κι ένα πλήρες, γυμνά πλαδαρά σώματα, μυρωδιά χλωρίνης, κλειδαριά, ένα καινούργιο laptop μετά την βίαιη αρπαγή του προηγούμενου, παιδεμένα δάχτυλα στα πλήκτρα, σχολιασμοί που πολαπλασιάζονται μυστηριωδώς, βροχή, μιά ολόκληρη ώρα χαλασμού, παπούτσια, ρούχα, μαλλιά μουσκεμένα, οι δρόμοι ποτάμια,
και τέλος, η χαρά που σου δίνει η ικανοποίηση και το πρωτότυπο... μετά από τον χαμό που λέγαμε..

Sunday, September 07, 2008

στερητικό σύνδρομο;

Eχθές το βράδυ, σε ένα ήσυχο μπαράκι, με καλή μουσική, και αμφίβολη ποιότητα αλκοόλ, εξ ου και η σφραγισμένη duvel, άθελα μου; άκουσα μία συζήτηση μεταξύ ενός άντρα και μιάς γυναίκας. Ο άντρας δεν θα ήταν πάνω από 32 - 33 και η γυναίκα ανάμεσα σε 45 με 50.
Έδειχναν παλιοί γνώριμοι γιατί μιλούσαν μεταξύ τους με οικειότητα.

Η συζήτηση είχε ως εξής:

Α. Όχι δεν έχω σχέση κι ούτε την επιδιώκω.
Γ. Μα γιατί;
Α. Προτιμώ να γεύομαι το άγνωστο, το πρωτόγνωρο, άσε που ακούω ένα σωρό γύρω τριγύρω μου και δεν εμπιστεύομαι καμμία (γέλια).
Γ. γέλια
Γ. εγώ πάλι ποτέ δεν μπόρεσα έτσι, γιά να πάω με έναν άντρα θα έπρεπε να νοιώθω ερωτευμένη. Αυτό που ήθελα βεβαίως να κάνω το έκανα, δεν έχω απωθημένα πιά, απλά αν ήμουν άλλος χαρακτήρας θα άλλαζα τους άντρες σαν τα πουκάμισα.
Α. εε μα ο έρωτας σας τρώει εσάς τις γυναίκες και μετά...
Γ. μετά;
Α. εε να οι περισσότερες γυναίκες που παθαίνουν κρίσεις από τι νομίζεις είναι; Από σεξουαλική στέρηση.
Γ. ναι;

Εδώ ένοιωσα μιά αμηχανία, και καταπίνοντας μία γενναία ποσότητα από την duvel μου, γύρισα και τον κοίταξα επιδεικτικά.
Αν είχα το θάρρος θα του φώναζα..
-Αχ νεαρέ μου πόσα έχεις ακόμη να μάθεις γιά τις γυναίκες...!!!

Από τα μεγάφωνα ακουγόταν εκείνο το κομμάτι των calexico που μ αρέσει πολύ..

Wednesday, September 03, 2008

ηρεμία

Aν αυτή την στιγμή με ρωτούσες τι θα προτιμούσα ''πάθος'' ή ηρεμία, την ηρεμία μου θα διάλεγα!!

Monday, September 01, 2008

σεΠΤέμβΡης

Θέλω έναν Σεπτέμβρη να πλέει σε έναν ουρανό οινοπνευματί. Πεντακάθαρο. Ακόμη και στην πιό βροχερή του μέρα. Στην πιό μεγάλη ψύχρα. Στον χειρότερο καύσωνα.
Άδολο σαν την ψυχή σου. Ζεστό τόσο όσο η ανάσα σου, δροσερό σαν τις κουβέντες σου.
Θέλω ένα Σεπτέμβρη με φύλλα χάλκινα να λυγίζουν στις πρώτες σταγόνες. Με βήματα βέβαια σε δρόμους αγαπημένους. Εκεί που τις ρόδινες ώρες αγγίζει η νύχτα απαλά από το χεράκι και οδηγεί στην πρώτη τους επίσημη βόλτα.
Θέλω αυτό το Σεπτέμβρη να λουφάξω στην αγκαλιά του. Να νιώσω την μυρωδιά του, το βάρος του σώματος του, το μέγεθος της πατημασιάς του. Την φωνή του να μου ψυθιρίζει ''σ αγαπάω''.
Αυτός ο Σεπτέμβρης θέλω να είναι ολοδικός μου, παιχνιδιάρης εραστής και φίλος παιδικός. Ένας ενδιαφέρον άγνωστος που ανακαλύπτω γιά πρώτη φορά. Μία εξομολόγηση, ένα γράμμα, ένα φλογερό φιλί.
Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, δυό ροζ γλυφιτζούρια, ένα βάζο λαστιχωτές καραμέλες, ένα κουτάκι βόλους, κι εκείνη η όμορφη κούκλα που λαχτάρησα χρόνια πριν.
Θέλω ένα Σεπτέμβρη ίδιο με μουσικό κουτί. Με κρύπτες, κρυμμένα μυστικά και μία ροζ μπαλαρίνα να χορεύει μόνο γιά μένα.
Θέλω ένα Σεπτέμβρη μονάχα γιά πάρτυ μου.

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...