Tuesday, May 29, 2007

παλιός άγιος παντελεήμονας


















































Ενώ ο ένας μου εαυτός το τριήμερο που μας πέρασε ήταν κλεισμένος
στον ανελκυστήρα
μιας έρημης και κλειστοφοβικής οικοδομής,ο άλλος..
πήγε μια εκδρομούλα στον παλιό άγ.παντελεήμονα Πιερίας.
Ένα παραδοσιακός οικισμός,χτισμένος στην πλαγιά του Ολύμπου.
Το μεσαιωνικό κάστρο που δεσπόζει στην περιοχή,είναι το κάστρο του
Πλαταμώνα.

Saturday, May 26, 2007

άτιμο τριήμερο


Οδός Τσιμισκή με βροχή.Τα αυτοκίνητα σε ασφυκτικό μποτιλιάρισμα.Άφησα το ταξί δέκα τετράγωνα πριν.Δεν είχε νόημα,παρ όλο που ήξερα πως ίσα που προλάβαινα το ραντεβού.
Άνοιξα την ομπρέλλα μου και προχωρούσα με σίγουρα βήματα μέσα στα κόκκινα πλαστικά ανοιξιάτικα μποτάκια μου,αποφεύγοντας τις μικρές λασπωμένες λίμνες κάτω από σπασμένα πλακάκια.Η βροχή τρυπούσε την άσφαλτο και μούσκευε το καινούργιο μου ακριβοπληρωμένο τζην με τα κεντημένα τσεπάκια.Περπάτησα όσο πιό γρήγορα μπορούσα ανάμεσα σε εκατοντάδες ομπρέλλες με υδάτινα κρόσια,στα Λαδάδικα επιτέλους έστριψα στην Ερνέστου Εμπράρ,όπου με περίμενε ο δικηγόρος μου.Στο νούμερο 13 αριστερά,βούτηξα στην είσοδο, κλείνοντας την ομπρέλλα μου και τινάζοντας την από τα βρόχινα νερά.Το γραφείο του ήταν στον 4ο όροφο.Περίμενα τον ανελκυστήρα να κατέβει από τον 6ο και μπήκα μέσα.Μαζί μου κι ένας άντρας.
Έκλεισα την δύφιλλη μαντεμένια πόρτα μπροστά μου.
-Εγώ πάω στον τέταρτο είπα,ενώ στράγγιζα σταγόνες και τον είδα να πατάει το κουμπί.Η νοτισμένη πνοή του μύριζε ψημμένο φύλλο,με βανίλια και κανέλλα μαζί.Ήταν η πρώτη μου κουβέντα μαζί του,δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα ακολουθούσε όταν το ασανσέρ σταμάτησε μεταξύ πρώτου και δεύτερου,με ένα χαρακτηριστικό θόρυβο από κουρασμένες αλυσίδες.
Κοιταχτήκαμε.Αρχίσαμε να χτυπάμε την πόρτα.Φωνάξαμε όσο πιό δυνατά μπορούσαμε.Ησυχία..καμμία κίνηση.Ούτε κάποιος θυρωρός,ούτε ένας ένοικος.
Κοίταξα το ρολόι μου.Κόντευε τρεις.Το ραντεβού μου ήταν στις δυόμιση.Ήμουν εδώ και αρκετά λεπτά αργοπορημένη.Σίγουρα ο δικηγόρος μου είχε φύγει.
Το κτίριο ήταν γεμάτο γραφεία,ένας εισαγωγέας,ένα τυπογραφείο προσκλητηρίων,και όλα τα υπόλοιπα δικηγορικά γραφεία.
-Είναι Σάββατο είπα αποκαμωμένη.. προφανώς όλοι έχουν φύγει από νωρίς.Αλλά δε μπορεί όλο και κάποιος θα έχει μείνει, ήλπιζα.
-Δεν είναι μόνο Σάββατο,ακολουθεί και ένα γαμημένο τριήμερο ψιθύρισε ο άντρας δίπλα μου,σαν να μην πολυήθελε να τον ακούσω.
-Και τώρα??ρώτησα αλλά αντί γιά απάντηση είδα τα χέρια του μπουνιές να χτυπούν το μέταλο της πόρτας.
Έχοντας την αργία του αγ. πνεύματος μπροστά μου,και χαμένη μέσα στις σελίδες του βιβλίου του ισίδωρου ζουργού,στην σκιά της πεταλούδας,είχα αυτή την φαντασίωση..
Ένα τριήμερο μέσα σε ένα ασανσέρ,σε μία πολυκατοικία έρημη από κατοίκους.Τι θα μπορούσε να συμβεί έως το πρωινό της Τρίτης??
1)Να συμπαθήσω τον άντρα δίπλα μου,που ονομάζεται Νίκος.
2)Να με συμπαθήσει κι αυτός.
3)Να βγάλουμε τα εσώψυχά μας.
4)Να μάθω πως είναι μία δεκαετία μικρότερος μου.
5)Να τον ερωτευτώ.
6)Να κάνουμε σεξ.
Άραγε είναι εφικτό το σεξ σ ένα μικρό ασφυκτικό ασανσέρ?Κάτω από δύσκολες συνθήκες δίψας και πείνας?Απελπισίας?Ζέστης?Το φιλί σε χείλια που ταλαιπωρούνται από αφυδάτωση?
7)Θα είχα κρίση κλειστοφοβίας?
8)Θα επιζούσα??
9)Μήπως δεν θα συνέβαινε τίποτα απ όλα αυτά και απλά θα περιμέναμε υπομονετικά να μας άκουγε κάποιος και να μας βγάλει?
Εσείς τι λέτε γιατί εγώ δεν βγάζω άκρη..το μόνο που ξέρω είναι πως μισώ τα τριήμερα που όλο κάτι τέτοιους προβληματισμούς μου φέρνουν..ποιός γνωρίζει άλλωστε το γιατί..!!
αχχ ισίδωρε τι μούχεις κάνει..

Friday, May 18, 2007

τεστ αντοχής και αποτοξίνωσης

o ήχος της ηρεμίας..ο ήχος της σιωπής..
της δικής μου σιωπής..
είναι ανάγκη εσωτερική
για λίγες μέρες..
σας φιλώ..

Wednesday, May 16, 2007

Sunday, May 13, 2007

στο σούπερ μάρκετ


Άφησε τα σακουλάκια του Λουμίδη με το σήμα του παπαγάλου,στον κυλιόμενο στενό διάδρομο,δίπλα στην ταμειακή.Μέχρι η υπάλληλος να τελειώσει με την προηγούμενη πελάτισσα,είχε ανοίξει το φερμουάρ της τσάντας της,έβγαλε το μώβ λουστρίν πορτοφόλι,έπιασε με τα δύο παχουλά της δάχτυλα,ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και περίμενε.

Μόλις είχε επιστρέψει από την δουλειά,έφαγε το χθεσινομαγειρεμμένο φαγάκι της,φασολάκια λαδερά με μπόλικο τυράκι,ακριβώς όπως τα αγαπούσε και είχε ξαπλώσει στο βαμβακερό μαξιλάρι της,όχι για να κοιμηθεί αλλά να ξεκουράσει για μερικά λεπτά της ώρας τα ευαίσθητα πόδια της.Ούτε μισή ώρα δεν πέρασε και πετάχτηκε απότομα από το κρεββάτι ,με τη σκέψη πως είχε σωθεί ο καφές κι έπρεπε να τρέξει μέχρι το απέναντι τετράγωνο όπου βρισκόταν το σούπερ μάρκετ,πριν επιστρέψει η κόρη της από την δουλειά.

Μάζεψε λοιπόν τις πρισμένες γάμπες της ,ντύθηκε,φούστα εμπριμέ και μπλούζα μακώ με μανικάκι χρώματος ροζ,έβαλε την τσάντα της κάτω από την μασχάλη και βγήκε.
Ήταν μια συμπαθητική γυναίκα,λίγο πάνω από τα πενήντα γι αυτούς που την γνώριζαν,για τους άλλους,τους άγνωστους τους περαστικούς, είχε μια ακαθόριστη ηλικία.Τα μαλλιά της ήταν αλλόκοτα,κομμένα ούτε πολύ κοντά, ούτε τόσο μακριά, βαμμένα σ ένα αρκετά πρόστυχο ξανθό που δεν ταίριαζε με τα χρόνια της,αλλά το είχε συνηθίσει χρόνια τώρα και δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες.Είχε πάρει κάποια κιλά τελευταία που την δυσκόλευαν στο περπάτημα,αλλά δεν αγόραζε ποτέ παπούτσια με τακούνι χαμηλότερο των πέντε πόντων,έτσι το βάδισμά της παρέμενε ακόμη, χαρακτηριστικά ρυθμικό και θηλυκό.

Αύγουστος ήταν, ένα απόγευμα μουσκεμένο από ιδρώτα στην καρδιά του καλοκαιριού.
Τα κλιματιστικά δούλευαν ακούραστα δίνοντας μια δροσιά ψεύτικη,ανακατεμμένη με μία επίσης ψεύτικη μυρωδιά καθαριότητας.

Η γυναίκα μπροστά της,μάζεψε τα ψώνια σε δυό –τρεις πλαστικές σακούλες και έπιασε να ρωτάει την ταμία.
-Το Ριτάκι που είναι;Δεν ήρθε σήμερα;
Έψαξε μια στάλα με τα μάτια της στα άλλα ταμεία,δεν την είδε,ξαναγύρισε στα ψώνια της.
-Ήταν πρωινή απάντησε η υπάλληλος χαμογελώντας,δίνοντας της τα τελευταία ρέστα.

Ήθελε να ψωνίσει ένα σωρό πράγματα,αλλά δεν είχε στα χέρια ακόμη την πληρωμή του δεκαπενθημέρου,μόνο να περάσει από τον μανάβη ήθελε, 7-8 μελιτζάνες που ήταν και της εποχής,κρεμμυδάκια,ντομάτες είχε ακόμη στο ψυγείο από προχθές και δυό ματσάκια μαιντανό,να φτιάξει εκείνο το ιμάμ που της ζητάει μέρες τώρα ο Αντώνης,κι η κόρη της δε θα έλεγε όχι,τα δάχτυλά τους θα έγλυφαν,να προλάβει να μαγειρέψει πριν να πέσει η νύχτα,να βάλει τέσσερις μελιτζανούλες στο τάπερ και να του το κρατάει αργότερα στην καθιερωμένη βραδυνή της επίσκεψη.

Ο Αντώνης,έμενε σε ένα δυαράκι,μόνος,δεν παντρεύτηκε ποτέ,δεν νοικοκυρεύτηκε,δεν είχε παιδιά σκυλιά και περαιτέρω υποχρεώσεις,παρά μόνη συντροφιά την κυρά Αγάπη,τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια.Την γνώρισε σε μια βιοτεχνία φασόν,τρείς μηχανές πίσω αυτός,τρείς μπροστά και λίγο πιο δεξιά αυτή,ήταν ζεστή η καλημέρα τους,αργότερα αχώριστα τα απογεύματα τους,κι ακόμη πιο καυτές οι νύχτες τους.Νύχτες πολύ λιγότερες από όσες επιθυμούσε αυτός,γιατί η κυρά Αγάπη,ήταν μάνα και πατέρας μαζί για την κόρη της,από τότε που πήρε την μεγάλη απόφαση και χώρισε τον ανεπρόκοπο.Αναθεμάτιζε την ώρα που κλέφτηκε μαζί του,που δεν άκουσε γονείς και αδέρφια που την εκλιπαρούσαν να ‘μην’.Μήτε η αρρώστεια του για το χαρτί την σταμάτησε,τότε που ολόκληρο μαγαζί γεμάτο με μπαχάρια,κανέλες,ρίγανη και λογής λογής μυρωδικά και τσάγια φερμένα από κάθε γωνιά της γης,τo έπαιξε και τo έχασε στα χαρτιά σε μια νύχτα μέσα,μόνο όταν άρχισε να πίνει,κι ερχόταν με το χνώτο να βρωμάει αλκοόλ τότε γύρισε και του είπε..
-Αα!! όλα κι όλα ,ή διορθώνεσαι ή φεύγεις.
Σε λίγους μήνες άρχισε να την κτυπάει κι από πάνω,δεν έφτανε το μεθύσι,την γέμιζε μελανιές,κυκλοφορούσε με το μωρό στο καρότσι,ντάλα καλοκαίρι, με μακριμάνικα κοριτσάκι είκοσι χρονών.Μια μέρα την άρπαξε από το λαιμό,έσπασε η αλυσίδα που κρατούσε το σταυρό,δώρο της μάνας της,μ εκείνη την μικροσκοπική κοραλένια πέτρα στο κέντρο,τρόμαξε πολύ τότε,μετά τον σιχάθηκε,έλεγε το όνομά του κι έφτυνε,μαζί μ αυτόν και τον εαυτό της έτσι ήρθε η μεγάλη απόφαση, γύρισε το μέσα έξω και μια μέρα που αυτός έλειπε από το πρωί στο καφενείο,φώναξε κλειδαρά,άλλαξε την κλειδαριά και δεν τον άφησε ποτέ να ξαναμπεί στο σπίτι της.Από τότε δεν τον ξαναείδαν,ούτε αυτή ούτε η μικρή που μπουσουλούσε ακόμα.

Πέρασε μπροστά με το πεντάευρο στις άκρες των δαχτύλων,περιμένοντας να το πάρει στα χέρια της η ταμίας,να βρει την τιμή στο χάρτινο αυτοκόλλητο και να κτυπήσει το κωδικό.Αντί γι’ αυτό άκουσε..
-Είναι τρύπιο το σακουλάκι και χύνεται,καλύτερα να πάρετε ένα άλλο πακέτο.
Στάθηκε δυό λεπτά να σκεφτεί τη στιγμή που το διάλεγε,πώς δεν το πρόσεξε που χυνόταν,και πήγε ξανά στα ράφια,στο διάδρομο με τους καφέδες,δίπλα σε κουτιά χάρτινα και μεταλλικά,στιβαγμένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο,σκόνες καφέ.τρίμματα,κόκκοι,για γαλλικό,ελληνικό εσπρέσσο,με άρωμα βανίλια καραμέλα,διάλεξε ένα σακουλάκι ελληνικό καφέ,χρώματος καταπράσινου πάντα με το ίδιο σήμα του παπαγάλου ,παραμέρισε τα ντεκαφεινέ,το κούνισε ώστε να σιγουρευτεί για την ακεραιότητά του,επέστρεψε στο ταμείο.

Ο Αντώνης της είχε ζητήσει τόσες και τόσες φορές να παντρευτούν,και με το γλυκό,και με το άγριο και το πονεμένο,άλλες φορές πληγωμένο κι άλλες εγωιστικό,της έλεγε να αφήσει το υπόγειο στην οδό Σπάρτης,να πάρει το κορίτσι που μεγάλωνε χωρίς το αντρικό πρότυπο και να ζήσουν όλοι μαζί σαν οικογένεια στο ίδιο σπίτι,αυτή όμως με μουλαρίσιο πείσμα πάντα έβρισκε μια αθώα και πιστευτή δικαιολογία να αντισταθεί.Τη μια να.. πώς;.. τώρα που ήταν λιγουλάκι άρρωστη,την άλλη.. πώς;.. που είχε χάσει την μάνα της,την άλλη γεννούσε η ανηψιά της,οι Χειμώνες έφερναν τα Καλοκαίρια,το γκριζάρισμα στα μαλλιά,τα πονεμένα πόδια.Στους φίλους και συγγενείς που την ρωτούσαν έλεγε.
-Δεν βάζω εγώ στο σπίτι μου ξένον άντρα και έδειχνε με νόημα την κόρη της που είχε ξεπεταχτεί κι ήταν πιά ολόκληρη γυναίκα,ίδια η κυρά Αγάπη στα μικράτα της.Άς παντρευτεί πρώτα η Ελένη.
Το υπόγειο ήταν η προίκα από την μάνα της,της το έδωσε έξι μήνες αφού κλέφτηκαν,να μείνουν προσωρινά μέχρι να βάλουν λίγα χρήματα στην άκρη,ήταν ακόμη έγκυος στη μικρή,μικρό,ανήλεο και όχι ευάερο,αλλά το σημαντικότερο δικό της,φαντάσου να ήταν και στα ενοίκια,λογάριαζε κάποτε πως θα το πουλούσε μια μέρα,θα έβαζε και δυό δραχμές παραπάνω και θα έπαιρνε ένα διαμερισματάκι με μπαλκόνι κανονικό,είχε σκεφτεί ακόμη και τα λουλούδια που θα το γέμιζε,αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού έτσι της έμαθε η ζωή.
Δουλειά μόνιμη δεν είχε,ήταν τα χρόνια της ανεργίας,είχε περάσει πιά κι η ηλικία,προτιμούσαν τα νεώτερα άτομα,δούλεψε στο δήμο με σύμβαση για κάποια διαστήματα,σκούπιζε πάρκα και πεζοδρόμια,ήταν καλά τα λεφτά,δύσκολη δουλειά αλλά κι αυτή σκυλί, το εξάμηνο όμως περνούσε γρήγορα κι έμενε πάλι με τα χέρια άδεια.Τότε,κάθε πρωί, μαζί με το καφεδάκι της,ξεφύλλιζε τον αγγελιοφόρο για κάτι ευκαιριακό,ίσως κάποια δουλειά στο σπίτι κι ευτυχώς που ήταν οικονόμα στα παλιότερα χρόνια,διασκέδαση και ρούχα δεν ήξερε τι θα πει, έτσι δεν έτυχε να μείνουν ποτέ χωρίς ένα πιάτο ζεστό φαγητό.

Ήταν μόνη αυτή τη φορά.
-2.05 ευ. της είπε η υπάλληλος .΄Εδωσε το πεντάευρο που ακόμη κρατούσε στο χέρι.
Ξανά άνοιξε το μωβ πορτοφόλι,την θήκη με τη σούστα,διάλεξε ένα νόμισμα των πέντε λεπτών,πήρε τα ρέστα της,ζύγισε τα λιγοστά χαρτονομίσματα μη και δεν έφταναν για τα λαχανικά,έκλεισε το πορτοφόλι,την τσάντα,έβαλε σε πλαστική σακούλα τον καφέ και πήρε μαζί της την απόδειξη.

Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα μπροστά στην αυτόματη τζαμένια έξοδο,ώστε να την αντιληφθεί το ‘μάτι’ κι έφυγε.

Saturday, May 12, 2007

στην μανούλα μου

σήμερα κοντά στο μεσημεράκι..

Έβαλε παντελόνι και μπλούζα,φόρεσε τα καινούργια ασπρόμαυρα puma και έκλεισε πίσω του την εξώπορτα λέγοντας πως πάει σε ένα φίλο του.
Μετά από λίγη ώρα μπήκε στο σπίτι με μιά αγκαλιά λουλούδια(της φωτογραφίας) και δυό μάτια βυθισμένα στα δικά μου.Έμεινα άφωνη,μου κόπηκαν χέρια και πόδια μαζί.Μ άφησε να τον αγκαλιάσω,να τον φιλήσω,στα μάγουλα ,στο μπράτσο,στην πλατούλα.Σπάνια αυτή η χαρά.Μου τη στέρησε η ντροπαλότητα της εφηβείας.Κι εγώ το δέχτηκα,χωρίς παράπονο.Όταν και αν θελήσεις θα είμαι εδώ,έτσι του έλεγαν οι τρόποι μου..
Σήμερα είχα την τιμητική μου, με φίλησε κι αυτός και με αγκάλιασε ζεστά..

ο γυιός μου


στην μανούλα μου

Πολλές οι ιστορίες για τη Μάνα και κάποιο από τα παιδιά,που οργισμένο έφυγε αφήνοντας την αφού το ανέστησε.Χρόνια μετά,έγραψε ένα γράμμα το παιδί στη μάνα λέγοντας της..
-Μη μου απαντήσεις,θα περάσω με το τραίνο βάλε μόνο ένα σημάδι,άσπρο πανί στο περιβόλι αν μ έχεις συγχωρήσει θα κατέβω..αλλιώς θα συνεχίσω το ταξίδι μου-.
Κόντευε να φθάσει το τραίνο,το παιδί δεν άντεξε,έσκυψε,έβαλε τα χέρια στα μάτια του,ακουμπώντας στα λυγισμένα του γόνατα.Ο συνεπιβάτης του τρόμαξε,τον σκούντησε..
-Κοίτα! Λευκά πανιά πέρα ως πέρα στο σταθμό σεντόνια,μισοφόρια,πετσέτες,πουκαμίσες!





Χρόνια πολλά στη μανούλα μου..γιατί μου έδωσε όλα αυτά που για αυτήν είναι..ΤΑ ΠΑΝΤΑ
ιστορία παρμένη από ένα περιοδικό..






Wednesday, May 09, 2007

29 καυτές ερωτήσεις

Είχα πρόσκληση γιά παιχνίδι από την Αλκιμηδη και την julia μας και μιά που τις αγαπώ και τις δυό πάρα πολύ και δε χαλάω χατήρια..ορίστε..




1. Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Σάββατο πρωί,σε ένα καφέ με ανθρώπους που αγαπώ,να έχω στο ένα χέρι μου ζεστό γαλλικό,στο άλλο τσιγάρο και να ψάχνω στον ‘εξώστη’την καλύτερη ταινία για το Σαββατόβραδο.
2. Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Οι εκπλήξεις που μπορεί να μου φυλάει η καινούργια μέρα.
3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Την προηγούμενη εβδομάδα στην επίσκεψη που έκανα στον οδοντίατρό μου,φαίνεται πως είχε πιάσει για τα καλά η νάρκωση..μιλάμε για πολύυυ γέλιο..!!
4. Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Ότι όπου και με όποιον κι αν βρίσκομαι,είμαι γενικά αλλού.
5. Το βασικό ελάττωμά σας;
Η ανασφάλειά μου.
6. Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Σε αυτά που έγιναν με ανιδιοτέλεια.
7. Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με τον Ντόναλντ Ντακ..:)))
8. Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Οι άνθρωποι που έχουν πιεί την ζωή τους σταγόνα σταγόνα,αυτοί που ξέρουν να ζουν.
9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Στην Αμοργό,την Ιθάκη και στην Αλόννησο,με καλή παρέα.
10. Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Αθανασιάδης
11. Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Να μην τα κάνει όλα χώμα για τον ποδόγυρο μιάς γυναίκας.
12. … και σε μια γυναίκα;
Να είναι θηλυκό.
13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Μάνος Χατζηδάκης
14. Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
Δεν σφυρίζω,αν όμως σφύριζα θα ήθελα να ήταν κάτι από Βeatles.
15. Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
To ένα παιδί μετράει τα άστρα του Μ.Λουντέμη.
Η ιστορία έχει ως εξής..ήμουν γύρω στα 17 όταν είχα γνωρίσει ένα πολύ όμορφο αγοράκι,φοιτητής ήταν τότε,μαθήτρια εγώ,θυμάμαι πως πολύ με παίδεψε κι εγώ ως εκδίκηση κράτησα το βιβλίο που μου είχε δανείσει.Μπορούμε να πούμε πως το έκλεψα..και ναιιιι ήταν το ένα παιδί μετράει τ'άστρα.Από εκεί και μετά άλλαξε τελείως η ζωή μου,μα τελείως!
16. Η ταινία που σας σημάδεψε;
το 1900.
17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Ο Μονέ και όσοι έχουν ζωγραφίσει με πολύ ζωντανά χρώματα.

18. Το αγαπημένο σας χρώμα;
Το λευκό.
19. Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Το ότι έχω δύο γερά παιδιά και είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που μ’αγαπούν πολύ και με αποδέχονται με όλα τα ελατώματα που με ακολουθούν.
20. Το αγαπημένο σας ποτό;
Μαργαρίτα, δύο μέρη τεκίλα,ένα μέρος κουαντρώ,ένα μέρος χυμό λεμονιού μπόλικο αλάτι στο χείλος και μια φέτα λεμόνι μέσα.
21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Δε μετανοιώνω για τίποτα,όλα ήταν επιλογή μου.
22. Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ’ όλα;
Την βλακώδη ανωριμότητα.
23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Δουλεύω.
24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Οι αρρώστειες.
25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Όταν είναι ανάγκη.
26. Ποιο είναι το μότο σας;
Life is beautiful
27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Με αξιοπρέπεια.
28. Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει Θεός.
29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Ευτυχισμένα ονειρική.



Δεν πετάω το μπαλάκι σε κανέναν γιατί δε θέλω να σας βάλω σε διαδικασία..όποιος θέλει το παίρνει και παίζει..

Tuesday, May 08, 2007

στιγμές

Σε είδα,περπατούσες πλάι στη θάλασσα.Απογευματάκι ήταν.Κρατούσες τα παπούτσια στο αριστερό χέρι με τα κορδόνια να κρέμονται.Με το άλλο χέρι διόρθωνες τις τούφες των μαλλιών που έφερνε μπροστά το αεράκι.Φορούσες ένα σχιέλ καρώ πουκάμισο,με ανεβασμένα στα 2/3 τα μανίκια να φουσκώνουν στα χέρια σου.Οι ξυπόλυτες φτέρνες σου, μεγάλα κοχύλια,βυθίζονταν στην άμμο αφήνοντας υγρές πατούσες πίσω τους.
Είναι κάτι στιγμές τρυφερές και λεπτές
Σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι
Σε γυρνούν απαλά σε μεθούν σιωπηρά
Σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι

Κάθισες σ’ ένα βράχο,άφησες στο πλάι τα παπούτσια κι άναψες τσιγάρο.Κοιτούσες πέρα μακριά,στο πορτοκαλί του ορίζοντα.Ήσουν μόνος,στεναχωρημένος και λυπημένος,βυθισμένος στις σκέψεις σου,σκέψεις σκόρπια μυρμήγκια,άδειος.Έπαιζες με τα βότσαλα τα πετούσες πλάγια με μαστοριά και δύναμη τόση,κι έπειτα καμάρωνες την απόσταση και το μέγεθος των κύκλων,με πείσμα αδικαιολόγητο,σαν να ήθελες με βία να δαμάσεις πέτρα και νερό μαζί.
Για όλα αυτά που ζητάς
Για πολλά που πονάς
Για το τίποτε μιας ευτυχίας
Και γυρνάς σαν τρελός
Του καθρέπτη εαυτός
Θύμα, θύτης κακής συγκυρίας
Έπειτα είδα το πρόσωπό σου να μορφάζει από τον πόνο,τα χέρια σου αδύναμα να πέφτουν μπροστά στην αλήθεια,κι από την άλλη έναν εγωισμό να σε κυριεύει και μία απίστευτη ανάγκη να πιστέψεις πως άλλη είναι η αλήθεια, το ψέμμα και το ψέμμα αλήθεια.Ήταν ιδέα σου νόμιζες ετούτο το απόγευμα κι εκείνη η πορτοκαλιά σκιά στο βάθος και να ένα ξύπνημα χρειαζόταν,ένα απλό άνοιγμα των βλεφάρων για να διαπιστώσεις,πως εντελώς απλά στις χούφτες των χεριών σου ήσαν όλα μα όλα όσα πόθησες κι ονειρεύτηκες.
Πλημμυρίζουν το χθες μαγεμένες σκιές
Που ξωπίσω μου γράφουν τροχιά
Με κρατούνε θαρρώ σαν αλήθειες παλιές
Σε λαβύρινθο δέσμιο βαθιά

Είναι κάτι στιγμές σαν μικρές πινελιές
Ζωγραφιάς που δεν έχει τελειώσει
Λείπουν λίγα ακριβά των χρωμάτων νερά
Για να δώσουν του τόπου τη γνώση
‘Αλλωστε πόσο λεπτή μπορεί να είναι η γραμμή που σαλεύει ο νους,που κάνει σα το μεταξοσκώληκα κουκούλι το παρελθόν,σκαλώνει σε σκιές χθεσινές αλλά και σε ζωγραφιές τόσο φωτεινές που θαρρούσες πως έτσι θάκανες,μια πινελιά θα πρόσθετες και θα είχες την ακριβότερη,την πιο σπουδαία.
Για τους κήπους της γης
Για το ροζ της αυγής
Για το κύμα που απόμεινε μόνο
Να χαϊδεύει με αφρούς
Τους πικρούς μας καημούς
Και να διώχνει της πίκρας τον πόνο
Είδα τα μάγουλά σου να γεμίζουν αντρίκια δάκρυα κι αλμύρα κι ένα πείσμα σαράκι
να σφραγίζει τα χείλια σου έτοιμα να δικαιολογήσουν και να δικαιολογηθούν, και μετά πάλι και πάλι,κουρασμένα και παραπονιάρικα,διψασμένα και γεμάτα πίκρα,ανίκανα να δεχτούν πως αυτό ήταν το λιγοστό,το πιο όμορφο,το πιο ακριβό που κράτησες και ήπιες κι άλλο δε έχει.Σε είδα να φεύγεις,αργά τη νύχτα, όταν πιά στέγνωσαν τα μάγουλα,στέρεψαν τα δάκρυα σε μάτια παπαρούνες,σώθηκαν τα τσιγάρα κι αποκοιμήθηκαν οι γλάροι.Είχες φορέσει τα παπούτσια σου κι είχες στρώσει τις κάλτσες καλά ως ψηλά στον αστράγαλο.



οι στίχοι του Νίκου Παπάζογλου

Sunday, May 06, 2007

στη σκιά της πεταλούδας


"Eγώ?" απάντησε. "Η δικιά μου ζωή ήταν πάντα στη σκιά της αναγκαιότητας.Όταν προσπαθούσα να ξεφύγω απ' αυτήν και να βγω στον ήλιο, ερχόταν κάτι κρυφό και πιό δυνατό, η εντολή μιάς θυσίας, και με κρατούσε πάλι στο στέγαστρο.Όταν το έδιωχνα και αυτό μακριά και πήγαινα να βγω, μιά άλλη αναγκαιότητα, δική μου αυτή τη φορά και λεπτή σαν τον ιστό της αράχνης, με σκέπαζε και όλο αυτό πάλι και πάλι.."
Η μιά του η παλάμη είχε χωθεί μέσα στα μαλλιά του, έμοιαζαν τα δάχτυλα να θέλουν να κρατήσουν τους λογισμούς μέσα στο κρανίο.
Σ αυτή τη ζωή, δε ξέρω, στην άλλη, υπάρχει μιά πεταλούδα που ρίχνει τη σκιά της πάνω μας
και μας προστατεύει απ' το πολύ φως,μπες κάτω απ' τη σκιά της και τρέξε, έξω ο ήλιος είναι βασανιστικός, έχει σκαμπίλια έξω στον ήλιο, πάτημα στα δάχτυλα, φόβο, ενοχές...
στη σκιά της πεταλούδας
ισίδωρος ζούργος
υπέροχο βιβλίο..μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο να είχα φτάσει ήδη στο τέλος, από τη άλλη είναι κι από αυτα που θα στεναχωρεθείς μόλις τελειώσουν οι σελίδες, σαν να έχει σωθεί το νεράκι που σε ξεδιψούσε..
αα..εγώ προσωπικά,μαζί με το βιβλίο αγόρασα κι ένα κατακοκκινο μολύβι faber castell..
υπογραμίζω συνέχεια...

Saturday, May 05, 2007

κανένας δεν ξέρει

Κανένας δε ξέρει το αύριο τι θα μας φέρει
Είν' η ζωή μια κρυμμένη απειλή κι ένα αστέρι
Χορός και φωνές λες το ναι θες δε θες πριν βραδιάσει
Σε παίρνει αγκαλιά μια γνωστή σου σκιά κι έχεις χάσει
Ξύπνησα πρωί,κι η πρώτη μου κίνηση ήταν να βρω το λεξικό.Ναι εκείνο το χοντρό ,το μπορντώ,το δερματοδεμένο,εκείνο που έλεγα πως κάποτε θα το ξεφυλλίζαμε μαζί, κι έψαξα να βρω τη λέξη διεκδικώ.Πρώτα αυτήν την πιο σημαντική,την πιο σπουδαία.
Στη σελίδα 373,στην πρώτη στήλη,ανάμεσα σε εκατοντάδες λέξεις,κάτω από το επίθετο ‘διεκδικητικός’,
στο κάτω κάτω μέρος της σελίδας.Διεκδικώ σημαίνει-διεξάγω αγώνα επίμονον διά την απόκτησιν ή διατήρησιν τινος-αγώνας επίμονος,αγώνας δίχως τέλος .Αυτό είναι ο έρωτας μια επίμονη διεκδίκηση δίχως τέλος.
Και μετά θυμήθηκα τα κουρασμένα πράσινά σου μάτια,το παγωμένο χαμόγελο,τις λέξεις έτσι για να ειπωθούν,να γεμίσει ο χρόνος,το κενό..το σ αγαπ-ά-ω μου να μεγαλώνει το κενό,με ένα χάρτινο ποτήρι καφέ στο χέρι,το τσιγάρο στο στόμα,τη μυρωδιά των πλαστικών,την απουσία των συναισθημάτων κι ένα μεγάλο ερωτηματικό να μην απαντάει ποτέ,ποτέ κι ο χρόνος να περνάει και το κενό να ζωγραφίζει ρυτιδιασμένα πρόσωπα και χειμωνιάτικα βλέμματα στην καρδιά της άνοιξης.
Βάζω ένα ποτήρι λευκό κρασί..
Καίγομαι σ’ ένα ποτήρι κρασί και σε ψάχνω
Βούλιαξ’ η πόλη μες στο νου μου γυρνάνε οι διάβολοι
Καλύτερα θα ’ταν να φύγω μακριά κι ότι γίνει
Πονάει όμως τόσο για 'κείνον που πίσω έχει μείνει

Κι έπειτα έψαξα την λέξη 'δεδομένο',δε φαντάζεσαι πόσο κοντά ήταν,σελ.345,'το μη επιδεχόμενον αμφισβήτησιν',έτσι έλεγε..
Ξέρεις η λέξη 'διεκδικώ' μπορεί να ανεβάσει μιά σχέση στον ουρανό αντίθετα το ΄δεδομένο',τη σκοτώνει καθημερινά.Αυτά γιά να μαθαίνουμε κι εσύ κι εγώ..Για τις επόμενες ..
Την απουσία σου τη βίωσα πολλές φορές,τόσο που έγινε συνήθεια που πονάει λιγότερο κάθε φορά.
Κι αυτά τα μυστικά που δεν ειπώθηκαν ποτέ,λες και ανοίγουν πιο μικρές πληγές σήμερα..και να το αίμα μου,το αίμα που χάνω πιο λίγο μου φαίνεται,ακόμη και τα δάκρυά μου δεν αλμυρίζουν πιά τα μάγουλά μου μόνο τα χείλια μου σα λίγο πιο στεγνά..μου λείπουν τα φιλιά σου..αλλά..φεύγω..
Πόρτες ανοικτές, καρδιές κλεισμένες
Άδειες αγκαλιές σημαδεμένες
Κλέβει ο καιρός τα βήματα σου
Σκορπάει τα όνειρά σου

Φεύγω με όση αξιοπρέπεια έχει μείνει ακόμη στα όνειρά μου..
σ ευχαριστώ γιά τους υπέροχους μήνες..είχα πραγματικά παρκάρει στα σύννεφα..


οι στίχοι..του Σωκράτη Μάλαμα

Friday, May 04, 2007

τέλος χρόνου

Κινείσαι,τρέχεις,ξυπνάς,κοιμάσαι,ονειρεύεσαι,πονάς,γελάς,πλη-
γώνεσαι,παραπονιέσαι,ζητάς, περιμένεις το πλήρωμα του χρόνου.
Τον χρόνο να σου δείξει,λες ,να σου πει. Να σου δώσει σημάδι,
πορτοκαλί μέσα σε πράσινο.
Ο χρόνος όμως σου μιλάει καθημερινά. Κι εσύ περιμένεις.Ακόμη.
Τι;Αυτά που δεν έχεις μάτια να δεις.Αυτιά να ακούσεις.Ψαλίδι να
κόψεις.Γιατί δεν μπορείς να δεχτείς πως ό,τι ονειρεύτηκες,ήταν
αυτό που έζησες και τίποτα λιγότερο,τίποτα περισσότερο.
Κουράστηκα να ελπίζω,να ονειρεύομαι,να πονάω,να πληγώνωμαι.
Ρυτίδιασαν οι ελπίδες μου,γέλασαν τα όνειρά μου,ωρίμασα γλύφοντας
τις πληγές μου.Σκόνταψα στα βήματά μου,μπερδεύτηκα στο στρίφωμα
της φούστας μου,κράτησες την καρδιά μου στα χέρια σου,πλημμύρισες
στο αίμα μου κι έκανες υπομονή να σου δείξει ο χρόνος.
Κι ο χρόνος έδειξε..το ρολόι σταμάτησε!!

Thursday, May 03, 2007

από τον αστεροειδή γιά μένα


Tα κατάφερε ο αστεροειδής μου να με συγκινήσει με το ποίημα που μου έγραψε..κι ας μη μου το είπε από την αρχή..αλλά έτσι πάλι ήταν πιό όμορφο,γιατί ήταν μεγάλη η έκπληξη.Νομίζω πως είναι από τα πιό θετικά άτομα που γνώρισα εδώ μέσα,μου δίνει την εντύπωση,πως αν τον χρειαστείς,θα έχει έτοιμη μιά πρόταση..μιά συμβουλή..μιά αγκαλιά,χωρίς να χρειαστεί να πληρώσεις οποιοδήποτε αντίτιμο.Κι έχει πάντα μία αξιοπρεπή άποψη γιά τόσα πολλά και συγχρόνως διαφορετικά θέματα.
Αστεροειδή μου πάντα ομορφιές να βγάζεις μέσα από την ψυχή σου..βλέπεις έβαλα το γραφικό μου χαρακτήρα,το χαρτί δεν είναι θαλασσί αλλά λευκό και το γράψιμο με μολύβι..κι όταν κάποτε συναντηθούμε,θα μου το κρατάς το υποσχέθηκες..
Σε ευχαριστώ πολύ και από εδώ..

Wednesday, May 02, 2007

η χθεσινή μέρα

Εχθές ήταν Πρωτομαγιά,αυτό το ξέρουμε όλοι.Που να πάμε..που να πάμε..εε μιά που η κόρη μας θα πήγαινε με την παρέα της κάπου στη Χαλκιδική,είπαμε να κάνουμε το χατήρι του δεκαεξάχρονου γυιού που ακόμη κάποιες φορές ξεγελιέται κι έρχεται μαζί μας.'Ετσι λοιπόν πήγαμε σε μέρη όμορφα και μαγικά που περιέγραψα στο προηγούμενο πόστ,όχι βέβαια επειδή εκεί θέλαμε εμείς,αλλά εκεί έχει παρέα ο Αλέξανδρος,ο οποίος καλού κακού είχε καλεσμένο και τον κολλητό του τον Κώστα.Μιά χαρά περάσαμε,εμείς με φίλους και συγγενείς,τα δυό παιδιά εξαφανισμένα με τη δική τους παρέα.Είδα και σε μιά στιγμή το γυιό μου με κάτι χαριτωμένα κοριτσάκια και πολύ συγκινήθηκα ως μάνα να το παραδεχτώ.

Και να λοιπόν οι βόλτες στη λίμνη και να τα στεφανολούλουδα,να και οι μπυρίτσες οι παγωμένες κι η κουβεντούλα κι η παρέα,εε ήρθε και το απόγευμα να φύγουμε.Οκτώ η ώρα λοιπόν,σα καλοί άνθρωποι βρισκόμασταν Θεσσαλονίκη.Με τα τριαντάφυλλα στο χέρι,είπαμε να κλείσουμε τη μέρα με γλυκό.Στο Χατζή λοιπόν,γιά λαχταριστές τουλούμπες με κα'ι'μάκι από βουβαλίσιο γάλα και πάμε γιά το σπίτι.
Τα παιδιά,ο Αλέξανδρος κι ο Κώστας κανονίζουν με τα κινητά να βγουν γιά καφέ.Πράγματι,εμείς σπίτι,αυτά γιά βραδινή έξοδο.

11.30 το βράδυ,έρχεται ο Αλέξανδρος ωσάν μαινόμενος ταύρος,με ένα εμφανέστατο καρούμπαλο στο κούτελο,σα καρύδι που εν τω μεταξύ,μεγενθύνθηκε σε μανταρίνι.
Να μη τα πολυλογώ τα παιδιά έφαγαν ξύλο.Πως??Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ.Στα καλά καθούμενα.Είχαν τελειώσει με την έξοδό τους, οι δυό τους μαζί με έναν ακόμη φίλο,περίμεναν το λεωφορείο,στο κέντρο της Θεσσαλονίκης,πιό κέντρο δε γίνεται,στη στάση μπροστά στη Μητρόπολη.Τούς πλησίασαν πέντε παιδιά που δυστυχώς γιά μας δεν ήταν αλλοδαποί..Έλληνες ήταν, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερα και πιό γεροδεμένα,και με την ασήμαντη αφορμή ενός σκύλου αδέσποτου που βρισκόταν εκεί τους ρίχτηκαν.Ο τρίτος της παρέας μόλις είδε τα δύσκολα τραβήχτηκε στην άκρη..Ο δικός μου,κάθησε να υπερασπιστεί τον φίλο του τον Κώστα ,που ο ένας τον είχε πιάσει πίσω από τα μαλλιά κι ο άλλος τον πατούσε στο πεζοδρόμιο.Του έσκισαν το φρύδι,κι έτρεχε μεσάνυχτα στο νοσοκομείο για ράμματα.Ο Αλέξανδρος τη γλύτωσε με το καρούμπαλο που έγινε από μια κουτουλιά που του κατάφερε κάποιος.

Από τη μιά να γελάς κι από την άλλη..να το σκέφτεσαι και να τρελλαίνεσαι.
Στα καλά καθούμενα.Χωρίς να έχεις πειράξει,δίχως να έχεις δώσει δικαίωμα σε κανέναν.Σε ένα πολυσύχναστο σημείο της πόλης.Με μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων.
Αλλά να..κι εγώ..κι εμείς δεν είμασταν προχθές μέρα μεσημέρι που είδαμε κάτι παιδιά να μαλώνουν στο δρόμο τι είπαμε..χχμμμ εε ναρκομανείς θα είναι..και φύγαμε.!!
Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε,στον καθένα μας και ο διπλανός να μη πάρει είδηση.Άς αρχίσουμε τουλάχιστον να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Γιά τον Αλέξανδρο ήταν η τρίτη φορά.Τέσσερα χρόνια πριν του είχαν κλέψει το κινητό.Στην ψύχρα,έκανε καιρό να ξαναπάρει κινητό μαζί του.Πέρσι σε κάτι επεισόδια που είχαν γίνει με τους οπαδούς του Παοκ έξω από την έκθεση,έπεσαν στο πρόσωπό του δακρυγόνα.Γιατί όταν τα ρίχνουν δε μετράει ποιόν θα πάρει η μπάλα.
Και φυσικά το παιδί,ούτε στη πορεία ήταν,ούτε οπαδός του Παοκ είναι.Έτυχε να βρίσκεται σε ένα ίντερνετ καφέ εκεί δίπλα.
Όταν άρχισαν να δακρύζουν και να τσούζουν τα μάτια του,πήγε κι έριξε νερό στο πρόσωπό του πιστεύοντας πως θα φύγει.Αμ δε..ότι χειρότερο είναι το νερό,έτσι του είπαν μετά.

Ο Αλέξανδρος μεγαλώνει θα μου πείτε κι αυτά αν μη τι άλλο είναι εμπειρίες.
Αλλά πάλι όταν δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία σου να πειράξεις οποιονδήποτε..γιατί,γιατί τόση κυνικότητα??

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...