Sunday, February 28, 2016

η μπαλονού





Σηκώθηκε αξημέρωτα,  ούτε έξη,  Σάββατο πρωί,  με την τσίμπλα ακόμη στο μάτι,  έβαλε μπόλικο αλεύρι στον πάγκο της κουζίνας,  μια μπάλα λαδωμένο ζυμάρι που είχε φτιάξει από χθες,  κι άλλο αλεύρι,  κι άλλη μπάλα ζυμάρι..  ο πλάστης να κάνει ευλίγιστα τα δάχτυλα,  να κυλάνε και να στρώνουν το ζυμάρι σε φύλλο,  να γεμίζει τρία κάτω,  τρία πάνω το στρόγγυλο αλουμινένιο ταψί,  στη μέση η γέμιση από λογής λογής χορταρικά αγορασμένα στη λαική της Παρασκευής,  δυό στενά πέρα από το σπίτι.
Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά και μετά πήρε μια με τις παλάμες όλο το πρόσωπο,  να αισθανθεί τα μάγουλα,  να νιώσει το μέτωπο..  να στρώσουν τα βλέφαρα.  Άνοιξε το φούρνο κι έβαλε να ψήνεται την πίτα.  Συμάζεψε τον πάγκο,  τα πιάτα που είχαν απομείνει στο νεροχύτη τα έβρεξε με νερό και σαπούνι και τα άφησε να στραγγίζουν στο διχτυωτό,  αριστερά κάτω από το παράθυρο.  Ακόμη νύχτα,  μια ανάσα παραέξω απ' το φωταγωγό δυό τρία φώτα ανοιχτά.  
Πέρα από τον  ελάχιστο ήχο του λαδιού καθώς ψήνεται στο σπίτι,  ανάσες εφηβικές και βλεφαρο-όνειρα γεμάτα ζουμιά,  δωμάτια μεθυσμένα μυρωδιές,  σώματα παραδομένα αθώα σε ύπνο μοναδικό,  το αναβόσβημα των κινητών,  το βουητό των υπολογιστών,  κάθισε όρθια να αφουγκραστεί,  να μυρίσει,  να γευτεί με το μυαλό,  να σκεφτεί με το δέρμα,  να δει κινώντας ακόμη και τις βλεφαρίδες με προσοχή μη τυχόν και τα ξυπνήσει.
Μπήκε στο μπάνιο να αυτοπεριποιηθεί,  να στρώσει λίγο με τα χέρια τα σγουρά μαλλιά της,  έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί ''έχει πίτα στο φούρνο,  να φάτε'' ξαναπέρασε από τα δωμάτια,  είδε,  έκανε να πλησιάσει να φιλήσει,  θα τα ξυπνούσε,  με καμμιά κυβέρνηση,  πήγε και συμπλήρωσε κάτω από το ''να φάτε''..  ''σας αγαπώ,  η μαμά σας''.
Τρία τέταρτα μετά,  ντύθηκε με μια φούστα και μια μπλούζα μαύρα,  μπουφάν για το κρύο,  ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ασημένια δώρο από παλιές καλές εποχές,  άφησε μισάνοιχτο το φούρνο,  ξεκλείδωσε και ξανακλείδωσε πίσω της,  τσέκαρε το κλειδί του αυτοκινήτου,  κατέβηκε στο φορτηγάκι,  ίσα που φώτιζε ο ουρανός,  αστέρια και φεγγάρι ακόμη εκεί,  μία ολόκληρη ώρα να φτάσει ως την πλατεία,  να παρκάρει,  να βγάλει από την πόρτα την πλαινή τα μπαλόνια,  να μετρήσει καμμιά πενηνταριά για το χέρι,  τα άλλα πενήντα μετά,  ένα..  πέντε..  σαρανταεννιά..  πως κάνει μια κίνηση λίγο προς τα πίσω,  της φεύγει η ισοροπία,  κρατάει τη χούφτα σφιχτή,  τόσο το μεροκάματο κι αν,  μη της φύγουν κι όλας..  δεν κρατάει το σώμα της,  η ηλικία που περνάει,  η κούραση,  πέφτει..  χαλαρώνει η χούφτα..  σαρανταεννιά μπαλόνια βρίσκονται ελεύθερα στον αέρα..  στον ουρανό,  στην ατμόσφαιρα..  όι..όι..  φωνάζει μα πάει,  έγινε το κακό..



Την ίδια μέρα,  τέσσερις ώρες μετά,  κόσμος πολύς στην παραλία της Θεσσαλονίκης κοίταζε με δέος τον ουρανό που είχε γεμίσει με κάτι μικροσκοπικά χρωματιστά πραγματάκια σαν κομφετί,  χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι είναι τι και πως έγινε όλο αυτό!
Ήταν η ωραιότερη ώρα της εβδομάδας (Σάββατο),  στην καλύτερη εποχή του χρόνου  (άνοιξη),  έτσι το συμβάν ξεχάστηκε γρήγορα κάπου ανάμεσα σε παρέες,  φωτογραφίσεις,  καφέδες,  μεζεδάκια και ουζάκια,  στις βιτρίνες και τα ψώνια.  


*υ.γ.  η ιστορία γράφτηκε με αφορμή αυτό που είδαμε το Σάββατο το μεσημέρι στον ουρανό και υποθέσαμε (τι άλλο να ήταν)  πως επρόκειτο για μπαλόνια -


Friday, February 26, 2016

δεν θέλω να σε χάσω





Βρήκα μπροστά μου μια φωτογραφία στο facebook όπου λίγο πολύ έλεγε το εξής:
Στην διατύπωση ''δεν θέλω να σε χάσω'',  οι μισοί άνθρωποι απαντούν ''δεν θα με χάσεις''  και οι άλλοι μισοί ''τότε φρόντισε να μην με χάσεις''.

Δεν ξέρω με ποιό σκεπτικό μπορεί να ειπωθεί η δεύτερη απάντηση,  ή μάλλον θα σου πω αμέσως πως το σκέφτομαι εγώ,  εγώ που αυθόρμητα θα έδινα την πρώτη απάντηση..  θα μου πεις τώρα,  θα έδινες την πρώτη απάντηση σε όλους;  Ααα όχι,  με τίποτα σε όλους,  παρά μόνο στους εκλεκτούς της καρδιάς μου,  σ'  αυτούς που αγαπώ με όλο μου το είναι και που πραγματικά θα μου κόστιζε αν θα τους έχανα.

Πιστεύω ότι το ''τότε φρόντισε να μη με χάσεις''  περιέχει ήδη την ήττα..  ο άλλος είναι ήδη αλλού,  είναι ήδη χαμένος κι ας μη το έχεις καταλάβει ακόμη ούτε εσύ ούτε κι αυτός.

Εν τω μεταξύ τώρα που το σκέφτομαι από πόσους ανθρώπους στη ζωή μου άκουσα το ''δεν θέλω να σε χάσω'';  Και τι ακριβώς εννοόυμε και κάτω από ποιές συνθήκες κυρίως το λέμε αυτό;

υ.γ.  η φωτογραφία χρωματιστή και λουλουδάτη για την άνοιξη που είναι μπροστά μας!



Wednesday, February 24, 2016

''καλά''





Το δυσκολότερο είναι όταν τυχαία συναντάς κάποιον που μοιραστήκατε κομμάτι εκείνης της νύχτας.  Καρφώνει με τα μάτια του τα δικά σου και συμπονετικά σε ρωτάει ''πως είσαι;''.  ''Πως είσαι;''  ακούς και βυθίζεσαι μέσα σου να ψάξεις να βρεις μια ατόφια,  αληθινή απάντηση..  ''πως είμαι;''  ρωτάς το είναι σου ενώ χάνεσαι σε ένα χείμμαρο από διαφορετικά και ασαφή συναισθήματα.
''Καλά''  λες..  ''καλά είμαι'' κι ο άλλος απορεί,  λίγο μοιάζει να μη σε πιστεύει,  ωστόσο αμφιβάλλεις κι εσύ κι αντιστρέφεις την ερώτηση,  τονίζεις το ''είμαι''..  ''είμαι καλά;''..  και κάπου εκεί συνειδητοποείς ότι το ''καλά''  πλέον έχει πάρει άλλη μορφή..

''το διαχειρίζομαι'' λες..
''το περίμενα πιο δύσκολο''  και σκύβεις να χαιδέψεις το σκυλί που μυρίζει κουνώντας την ουρά του στα πόδια σου.

Τα μάτια σου..  τότε το πρόβλημα επικεντρώνεται στα μάτια σου..  ''καληνύχτα''  λες και φεύγεις γρήγορα πριν αρχίσουν να γεμίζουν.  Ανεπανόρθωτα.

Sunday, February 21, 2016

φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι





Μόλις έχω λουστεί κι έχω μπανιαριστεί κι έχω τυλιχτεί με μια μπουρνουζοπετσέτα και έχω λιώσει από το ζεστό νερό και το μόνο που θέλω είναι κάποιον να με ντύσει και να μου στεγνώσει τα μαλλιά,  μάταιες επιθυμίες,  μόνη μου ντύνομαι,  μόνη μου στεγνώνω την καθόλου πλούσια χαίτη μου,  η ώρα είναι 1.39 δλδ μεσημέριασε οπότε πάει στράγγιξα και τον καφέ και δεν σηκώνω δεύτερο..  ωστόσο χαρά μεγάλη έχω γιατί στις 5 έχουμε κανονίσει για καφέ κι έχω να περιμένω..  προλαβαίνω δε προλαβαίνω να γράψω ένα παραμύθι αφού το υποσχέθηκα στην Αριστέα,  τόσο καλό κορίτσι χατήρι δε της χαλάς..  παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβύθι και μια που εγώ δεν είμαι παραμυθού,  αλλά όταν ήμουν παιδί μου άρεσαν πάρα πολύ τα παραμύθια,  κυρίως αυτά με τις πριγκίπισσες και τις μάγισσες,  κι ένα τέτοιο ωραίο θυμάμαι καλά αλλά θα το γράψω σε λίγες μέρες αν προλάβω να είμαι μέσα στο χρόνο του παιχνιδιού,  για σήμερα έχω ένα άλλο,  πολύ απλοικό αλλά πολύ αγαπημένο..

_____

..μια φορά λοιπόν κι ένα καιρό όπως συνήθως αρχίζουν τα παραμύθια,  ήταν ένας βασιλιάς που είχε ένα ωραίο βασίλειο κάπου ψηλά στο βουνό,  στα δυτικά μιας πολιτείας,  όπως όλοι οι βασιλιάδες των παραμυθιών.  Αυτός ο βασιλιάς που λές,  δε ξέρω για ποιό λόγο,  ενώ είχε όλα τα καλά για να είναι ευτυχισμένος,  δεν μπορούσε να ανοίξει ένα πηγάδι στην αυλή του παλατιού του.  Γιατί ποιός ξέρει. Ίσως να ήταν τόσο κακή η σύσταση του εδάφους ίσως απλά και μόνο για να γίνει το παραμύθι,  ίσως επειδή τίποτα ποτέ δεν είναι τέλειο και πάντα μα πάντα θα υπάρχει έστω κι ένας λόγος να αναζητάς κάτι.
 Έστειλε λοιπόν τον ντελάλη του στην μεγάλη πλατεία της πολιτείας και κάλεσε όλους τους ειδικούς και μη που θα μπορούσαν να σκάψουν και να βρουν νερό στα χώματα του.  Τι πιο απλό θα μου πεις.  Αμ δε.  Όλοι οι άντρες της πολιτείας,  κάθε ηλικίας και ανεξαρτήτως μόρφωσης πέρασαν από κει και προσπάθησαν.  Γιατί ο βασιλιάς,  πλήρωνε καλά με ένα ολόκληρο σακούλι χρυσάφι.  Μάταια όμως,  τα χώματα έμοιαζαν μαγεμένα,  σα να μην δέχονταν να σκαφτούν..  μια φτυαριά χώμα σήκωναν..  με δύο ξαναγέμιζε.  Σκυθρωποί,  όσοι δοκίμαζαν επέστρεφαν μοιρολογώντας  στα σπίτια τους.

Με τον καιρό,  τα νέα έκαναν το γύρο αυτής της πολύ γραφικής πολιτείας,  μαθεύτηκαν από άκρη σε άκρη και έφτασαν και μέχρι τη φτωχική,  ξύλινη καλύβα του μπάρμπα Τζον που είχε για γιό τον αγαθούλη Τόμας.  Ο βασιλιάς τώρα πια,  αφού είδε κι απόειδε πως δουλειά δε γινόταν,  άρχισε να παίρνει το κεφάλι όσων δοκίμαζαν και αποτύγχαναν,  αλλά έδινε για δώρο μεγάλο, το χέρι της κόρης του σ'  αυτόν που θα κατάφερνε να κάνει το βασίλειο του να ξεδιψάσει.
-  Πατέρα θα πάω να δοκιμάσω να το ανοίξω κι εγώ το πηγάδι είπε ο νεαρός Τόμας στον πατέρα του.
-  Η γνώμη μου παιδί μου είναι να μην πας,  θα φας το κεφάλι σου,  κι εσύ είσαι ότι πια μου έχει απομείνει σ' αυτόν τον κόσμο..  απάντησε ο πατέρας του και δάκρυα γέμισαν τα γέρικα μάτια του.
Αλλά όπως όλα τα παιδιά,  έτσι κι ο Τόμας που η καρδιά του είχε ήδη φύγει,  δεν τον άκουσε τον πατέρα του.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί,  ετοιμάζει ένα λιτό κολατσό και ξεκινάει σιγά σιγά,  με τα ποδαράκια του να πάει στο παλάτι του βασιλιά.  Περνάει κάμπους,  περνάει λαγκάδια,  φτάνει κουρασμένος σε ένα καταπράσινο δάσος.  Σταματάει ο καημένος κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί,  και τον παίρνει ο ύπνος.  Μετά από κάποιες ώρες,  ξυπνάει κι όπως τεντωνόταν να ξεπιαστεί, τι να ακούσει..  γκουπ γκπουπ γκουπ..
 -  Τι να είναι αυτός ο θόρυβος;  αναρωτήθηκε..  μήπως κάποιος χρειάζεται τη βοήθεια μου;  και χωρίς δεύτερη σκέψη,  παίρνει το μονοπάτι που ήταν μπροστά του και χώνεται μέσα στο δάσος να βρει από που ακούγεται ο θόρυβος.
Κάνει δέκα βήματα,  και τι να δει..  ένα φτυάρι, δούλευε από μόνο του στο χώμα.
-  Ααα κοίτα να δεις τούτο δω δουλεύει μόνο του,  ας το πάρω μαζί μου,  ίσως μου χρειαστεί και τσουπ το πιάνει και το βάζει κάτω από το χέρι του.

Όπως έκανε να πάρει το δρόμο να βγει από το δάσος,  να 'σου και βλέπει ένα ρυάκι..  κι επειδή ήταν ελαφρύς και αγαθός και χαζούλης,  αλλά ήταν και κομματάκι περίεργος,  ακολούθησε το ρυάκι να δει από που προερχόταν το νερό.  Τσουπ βλέπει ένα τόσο δα μικρούλι καρυδάκι,  για κοίτα να δεις από δω μέσα έρχεται όλο αυτό το νερό σκέφτηκε και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του!

Κάποια στιγμή ο Τόμας,  κατάφερε και βγήκε από το δάσος.  Μια και δυό,  με το φτυάρι στο χέρι και το μαγικό καρύδι στην τσέπη έφτασε στο βασίλειο.  Μόλις τον είδαν όλοι,  αυλικοί αλλά και όσοι ήταν ακόμη εκεί για να δοκιμάσουν την τύχη τους άρχισαν να γελούν και να τον κοροιδεύουν.  Ήρθε όμως η σειρά του!  Αφήνει λοιπόν το φτυάρι που κρατούσε να κάνει μονάχο του τη δουλειά του και πραγματικά,  ανοίγει μια τρύπα που θα γινόταν το πιο μεγάλο πηγάδι στον κόσμο.  Τώρα;  Το πηγάδι ήθελε νερό αλλά όσο κι αν άνοιγε σε βάθος η τρύπα νερό δεν υπήρχε.  Βγάζει λοιπόν από την τσέπη του το καρυδάκι και το ρίχνει μέσα.  Ως δια μαγείας σε λίγα λεπτά το πηγάδι γέμισε φρέσκο δροσερό νερός ως επάνω.

Έτσι,  ο φτωχός και αγαθός Τόμας,  παντρεύτηκε την πριγκίπισσα που ήταν η ωραιότερη κοπέλα που είχε δει ποτέ στη ζωή του,  για πολύ καλή του τύχη ήταν και καλόψυχη σαν κι αυτόν κι έτσι έζησαν στο παλάτι αυτοί καλά,  κι εμείς καλύτερα!

***Κι επειδή ο Τόμας ήταν παιδί του λαού,  οι νόμοι που ψηφίζονταν από δω και πέρα ήταν υπέρ των φτωχών ανθρώπων κι έτσι ακόμη και οι απλοί άνθρωποι αυτής της πολιτείας ήταν πολύ ευτυχισμένοι.

_____

Τι μας λέει αυτό το παραμύθι;
Να μην υποτιμάς ποτέ κάποιον όπως κι αν σου φαίνεται, ότι κι αν σε κάνει να νομίζεις.
Καθένας με την τύχη του.
Η καλωσύνη σου επιστρέφεται.
Μια δοκιμή ποτέ δεν βλάπτει..  ποτέ δεν ξέρεις πως θα σου βγει.
Μάζευε,  μάζευε κάπου μπορεί να χρησιμέψει το κάθε τι..

Tuesday, February 16, 2016

σκέψεις





Δεν είναι παράπονο,  είναι διαπίστωση..  στη ζωή μου υπήρξαν άνθρωποι που βρέθηκαν δίπλα μου,  όπως πχ οι γονείς μου,  που είχα την τύχη αλλά και την ατυχία να μη τους αποχωριστώ ποτέ και εννοώ ότι δεν βρέθηκα ποτέ όσο έπρεπε μακριά,  δεν κράτησα τις σωστές αποστάσεις,  μια επειδή τα σπίτια μας ήταν μια ανάσα δίπλα οπότε με το καλημέρα και το καληνύχτα ολόκληρου εικοσιτετραώρου δεν έλειψαν στιγμή από δίπλα μου αλλά ούτε κι εγώ από δίπλα τους και δυό από την αγάπη αλλά και την εξάρτηση που είχε δημιουργηθεί κι από τις δύο πλευρές αλλά εγώ ακόμη και μετά τόσα χρόνια σε μένα όλο το βάρος το ρίχνω.
Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν ήταν πάντα δίπλα μου,  αλλά δεν βρέθηκαν ποτέ μέσα μου.
Μέσα μου υπήρξε και είναι ακόμη ένας και μοναδικός άνθρωπος,  ο σύντροφος της ζωής μου εδώ και 36 ολόκληρα χρόνια.
Δεν ξέρω αν με με πειράζει αυτό,  αν θέλω να είμαι αντικειμενική μάλλον με πειράζει.  Και μάλιστα πολύ,  Πολλές φορές μάλιστα με καίει και με τσουρουφλίζει.  Δίνω δικαιολογητικά.  Είχαν τον τρόπο τους,  δεν ήξεραν παραπάνω,  είχαν τον εγωισμό και τη δύναμη ανθρώπων που επιβίωσαν από ένα πόλεμο,  αυτό και μόνο πιστεύω δικαιολογεί πολλά.  Άνθρωποι ισχυρογνώμονες και πως να το πω,  κι αυτό είναι πραγματικά παράπονο,  δεν άφηναν ποτέ να έχεις δίκιο.  Ναι!  Δεν δέχονταν ποτέ οτι μπορεί να κάνουν λάθος,  αντίθετα είχαν πάντα αυτοί την τελευταία κουβέντα,  το πάνω χέρι,  τη γνώση αλλά τελικά δε ξέρω αν είχαν την επίγνωση.
Πάντως ήταν άνθρωποι που έδωσαν ότι είχαν και δεν είχαν σε οικονομικό επίπεδο.
Εκεί που το έχαναν ή αν θέλω να είμαι πιο σωστή,  δεν είχαν την παιδεία ήταν σε βαθύτερο συναισθηματικό επίπεδο.  Νομίζω πως δεν τους συγχωρώ που δεν εκδήλωναν ποτέ την αγάπη τους,  κάποιες φορές υποψιαζόμουν πως δεν υπήρχε αγάπη.  Δεν τους συγχωρώ που δεν έλεγαν ποτέ ''αχ το κοριτσάκι μου''.  Ίσως να ήμουν δεδομένη.  Ίσως και να είχαν κουραστεί κι αυτοί όπως κι εγώ από την συνεχή και καθημερινή επαφή και τριβή.  Ένα άλλο που με πληγώνει ακόμη πολύ είναι η συνεχής αρνητική κριτική.  Θα σου πω ένα παράδειγμα.  Έλεγα στον πατέρα μου πολλές φορές,  γιατί όπως ξαναείπα ήθελα να βρίσκω αφορμές να μιλάμε,  ότι συνέβει αυτό ή το άλλο και καμμιά φορά έλεγα πως θύμωσα με κάποιον ή κάτι παρόμοιο και η πρώτη του κουβέντα ήταν ''τι του έκανες εσύ'';  Καταλαβαίνεις τι εννοώ.  Στο μυαλό του είχα πάντα άδικο.  Ήμουν πάντα εγώ που έφταιγα.  Όχι,  ποτέ κάποιος άλλος παρά μόνο εγώ.
Τέλος πάντων κάπως έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τον τελευταίο καιρό που είχε μαλακώσει πολύ.
Και τις πολύ πολύ τελευταίες μέρες,  όταν είδε πόσο πολύ τον αγαπούσαμε νομίζω μας αγάπησε κι αυτός.
Ίσως επειδή το μυαλό του είχε καθαρίσει πια από το άγχος της επιβίωσης,  ίσως και να άρχισε να βλέπει με το συναίσθημα και όχι με τα χίλια ''πρέπει'' που είχε κατά νου.  Αν και όλα αυτά τα ''πρέπει'' του νιλωθω ότι είχαν να κάνουν πολύ με εμένα,  και πάλι τον δικαιολογώ,  ήμουν το πρώτο του παιδί και περίμενε αν μη τι άλλο κάπου να του μοιάζω.  Δεν άντεχε τις διαφορές μας,  τσακωνόμασταν πάντα πάρα πολύ.  Η σχέση μας ήταν αυτό που λέμε ''ανταγωνιστική''!

Sunday, February 14, 2016

με δυό φιλιά γεμάτα μόνο αγάπη





Ανακάλεσα όλες τις σχετικές λέξεις αυτές τις μέρες,  μου ήρθαν στο μυαλό ακόμη κι αυτές που σε κανένα λεξικό δεν υπήρχαν - μπαμπάς - μπαμπούλης - μπαμπακούλης - πατερούλης - αγαπημενούλης - κι άλλες πολλές ιδιότητες και σημεία του χαρακτήρα του όπως - διακριτικός - παλληκάρι - στρατιώτης - υπομονή - υπομονή - υπομονή - υπομονετικός - καρτερικός κι ακόμη αρκετές φορές αισιόδοξος δλδ υπεραισιόδοξος και θετικός καθώς πιανόταν από την παραμικρή καλυτέρευση για να ελπίσει πως θα γίνει καλά.  ''Καλύτερα είμαι''  έλεγε όταν αντί να κάνει δέκα εμετούς την ημέρα ήταν στους εννιά.  Καλύτερα είμαι έλεγε όταν ο πόνος του περνούσε με τριών ειδών φάρμακα αντί για πέντε.  Δεν μιλούσε,  η αρρώστεια του είχε πάρει ακόμη και τη φωνή του.  Από το medrol μας είπαν.  Το medrol είναι κορτιζόνη.  Σε εμάς ψιθύριζε.  Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε πια.  Στον αδερφό του στην Κρήτη,  είπε ψιθυριστά ''μ'ακούς;  να μην στεναχωριέσαι''.  Στον εγγονό του στην Αθήνα,  είπε ψιθυριστά ''μ΄ακούς;  όταν γίνω καλά θα έρθεις''.  Έφαγε.  Την προηγούμενη Δευτέρα και Τρίτη ζήτησε ψαρόσουπα και την ευχαριστήθηκε με πολύ όρεξη..  ''έφαγα 15 κουταλιές''  έλεγε χαρούμενος.  Είχε φτάσει 57 κιλά.  Όταν του άλλαζα στην πλάτη το αυτοκόλλητο,  έβρισκα μία μαλακή και απαλή πέτσα και κόκαλα.  Είχε αλλάξει δωμάτιο και κρεββάτι και χαιρόταν που τον βόλευε περισσότερο και που ήταν πιο φωτεινό.  Μας έβαζε να ανοίγουμε το παράθυρο συχνά για να μπαίνει καθαρός αέρας.  Είμασταν συνέχεια δίπλα του.  Μας κρατούσε κοντά του ως τις δέκα το βράδυ.  Μετά μας έδιωχνε.  ''Φύγετε τώρα έλεγε πάτε να ξεκουραστείτε''.  Το τελευταίο βράδυ μας κράτησε ως τις έντεκα παρά δέκα.  Ήθελε να έχει παρέα για να κοιμηθεί όσο πιο αργά γινόταν,  ώστε να μην μείνει ξάγρυπνος μέσα στη νύχτα.  Δε τις χώνευε τις νύχτες,  τον δυσκόλευαν έλεγε.  Την Πέμπτη το πρωί,  είχε σοβαρό πρόβλημα με την πίεση.  Θα φωνάζαμε τη γιατρό.  Μας είπε θα έρθω μεσημεράκι στις τρείς.  Ξέραμε ότι ακόμη κι αν ερχόταν δεν υπήρχε καμμια ελπίδα.  Θα ερχόταν τυπικά και μόνο για τη δική του καλή ψυχολογία.  Την περίμενε,  αλλά αισθανόταν πάρα πολύ άσχημα.  Το έλεγε.  ''Τα πόδια μου έχουν παγώσει'' έλεγε.  ''Η κοιλιά μου είναι πρησμένη''.  Δεν μπορούσε να βολευτεί,  του βάζαμε τα μαξιλάρια στην πλάτη του το ένα λεπτό και το άλλο ήθελε να τα βγάλουμε.  Έπιανε με τα δυό του χέρια το κεφάλι του,  κινήσεις απελπισμένες,  ήθελε να καθίσει,  δεν τον αφήσαμε,  θα τον χάναμε από την πίεση που ήταν χαμηλή.  Η γιατρός στο τηλέφωνο είπε πως τον εγκαταλείπουν ένα ένα τα όργανα του.  Δεν ήρθε στις τρείς.  Κατά τις πεντέμιση το απόγευμα ήρθαμε στο σπίτι μου να τσιμπήσουμε κάτι.  Νιώθαμε κουρασμένοι.  Τον είχαμε αφήσει να κοιμάται.  Ανέπνεε ήρεμα.  Μια ώρα μετά είχε πεθάνει.

_

Ακούμπησα το πόδι του,  πάνω από την κουβέρτα,  το χάιδεψα.
Όλα τα υπόλοιπα έγιναν από ανθρώπους επαγγελματίες.

_

Δεν θα σου πω άλλες λεπτομέρειες.  Τόσες μέρες ήθελα να τον πάρω στην αγκαλιά μου,  ήθελα να του πω πολλά,  ήθελα να του πω πόσο τον πονούσα και πόσο τον αγαπάω και πόσο τον λυπάμαι.  Δεν του έλεγα ''μπαμπά θα γίνεις καλά'',  ίσως μόνο δυό τρεις φορές.  Δεν έλεγα τίποτα.  Δεν μιλούσα καθόλου.  Νιώθω πως τα ήξερε όλα.  Δεν ήθελε να μας στεναχωρήσει ούτε λεπτό.  Δεν έβγαλε κιχ,  δεν έκανε ένα παράπονο.  Η εγγονή του του έμαθε αναπνοές της γιογκα.  Ακόμη κι αυτές τις έκανε.  Σαν στρατιώτης.  Πολύ παληκάρι.  Δεν θέλω να σκέφτομαι δική μου αντίδραση σε παρόμοια περίπτωση,  θα τους έπαιρνε όλους και θα τους σήκωνε.

_

Ήθελα να του πω ''σ' αγαπώ''!
Δεν μου ταίριαξε,  δεν μου βγήκε,  δεν μπόρεσα να το κολλήσω με καμμιά μου κίνηση.  Φοβήθηκα τον εαυτό μου,  φοβήθηκα πως θα μαζί μ' αυτό θα ξεσπούσα σε κλάμματα και δεν το επέτρεψα αυτό να συμβεί μπροστά του.  Ακόμη και όταν βούρκωναν τα μάτια μου σηκωνόμουν κι έφευγα από το δωμάτιο,  έμπαινα στο μπάνιο και έριχνα μπόλικο νερό να ξεπλυθούν τα δάκρυα.

_

Στο σαλόνι,  στην μέση του δωματίου υπήρχε ένα φέρετρο.  Ο πατέρας μου ήταν μέσα.  Το πρόσωπο του ήταν βαμμένο,  ελαφρώς πρησμένο αλλά όμορφο.  Έψαχνα παντού να νιώσω την ψυχή.  Να νιώσω κάτι διαφορετικό.  Όταν λέει θέλεις πολύ κάτι γίνεται.  Στην περίπτωση μας δεν έγινε.  Έγινε όμως κάτι που αν το μεταφέρω εδώ θα φανεί αστείο,  αλλά θα το πω.  Πάνω από τα σταυρομμένα του χέρια υπήρχε ένα μπεζ σατεν πανί.  Έτσι όπως ήταν τοποθετημένο έκανε μια σκιερή επιφάνεια.  Είδα τρεις μικρές λάμψεις.  Δύο δεξιά και μια αριστερά.  Μετά τίποτα.  Ξέρω πως με γέλασαν τα μάτια μου.  Η λογική μου το λέει αυτό.  Πάντως,  χωρίς να μπορώ να ερευνήσω σε βάθος,  εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε λογική εξήγηση για το συμβάν.

_

Δεν τον ακούμπησα ξανά παρά μόνο λίγο πριν φύγουμε από το σπίτι.  Με το δεξί μου χέρι αγκάλιασα το κεφάλι του και το φίλησα στο αριστερό μάγουλο.  Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που φίλησα νεκρό.  Αλλά αυτός δεν ήταν ένας νεκρός ήταν ο πατέρας μου

_

Μετά τη λειτουργία,  τον φίλησα και δεύτερη φορά,  με τον ίδιο τρόπο,  στο άλλο μάγουλο.  Το δέρμα του ήταν παγωμένο.  Αλλά ήταν τρυφερό,  μαλακό και απαλό.  Ήθελα να πάρει κάτι μαζί του από μένα.  Του έδωσα δύο από τα φιλιά μου.  Δεν είχα κάτι άλλο να του δώσω.  Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο.

_

Μετά,  λίγο πριν να τον σκεπάσει το χώμα,  του άφησα δυό τριαντάφυλλα κοντά στο πηγούνι..

_

Πήρα πάρα πολλές ζεστές και τρυφερές αγκαλιές αυτές τις μέρες.  Τόσοι άνθρωποι ήρθαν.  Τόσο νοιάξιμο,  τόση αγάπη,  τόσα πολλά δάκρυα.  Δάκρυα,  δάκρυα,  δάκρυα..  είπα ''δεν θέλω''  κι ας ήξερα ότι το χατήρι μου δεν μπορούσε να γίνει.  Μετά,  σήμερα δλδ,  η μέρα κύλισε λίγο πιο φυσιολογικά.  Μαζί με αγαπημένους,  με ιστορίες από τα παλιά και τα καινούργια και απίστευτα γέλια.  Τόσα πολλά δάκρυα και τόσο πολλά γέλια.  Τι αντίθεση!

Monday, February 08, 2016

δροσιά





*Αν παλεύαμε λιγότερο με τα φαντάσματα μας κι αν αφηνόμασταν περισσότερο στις αισθήσεις..  να όπως ένας άνθρωπος στις τελευταίες του στιγμές,  που ακουμπάει ένα μαντήλι μουσκεμμένο με νερό στο στόμα του,  στο μέτωπο του και λέει ''δροσιά''  κι εκείνη τη στιγμή αυτό για εκείνον είναι ότι έχει κι ότι θα μπορούσε να επιθυμεί..

*τι να λέμε τώρα,  άλλο η ζωή κι άλλο το τέλος..  το πρώτο περιέχει τη ματαιοδοξία κι εκεί επάνω έχει χτιστεί επιστήμη ολόκληρη.

*η φωτογραφία για γλυκιά επίγευση!

Saturday, February 06, 2016

για τους φίλους του μυαλού μου





Είναι τόσες μέρες που σκέφτομαι να γράψω.  Είχα βάλει με το νου ένα θέμα πολυσυζητημένο,  τη φιλία.  Είχα κρατήσει και σημειώσεις σε μια κόλλα Α4 διπλωμένη στα τέσσερα.  Για την απόσταση ''ένα τσιγάρο δρόμος''  που χωρίζει το γοητεύω από το απογοητεύω.  Για τα τεστ από τα οποία περνάμε τους φίλους μας για να παραμείνουν φίλοι μας.  Για τον φίλο της φίλης μου που κάθε φορά που μιλάμε για αυτήν με κοιτάζει στα μάτια με νόημα.  Για την ταινία ''ο κολλητός μου''  με τον Ντανιέλ Οτέιγ.  Για το ότι τη μια στιγμή μπορεί να είσαι ανάμεσα σε φίλους και την άλλη να πνίγεσαι από μοναξιά.  Για την ανεκτικότητα που δείχνει ο καθένας μας.  Για το ότι άλλο αυτό που βλέπουμε και άλλη η πραγματικότητα.  Για το ότι ''το μέλλον θα δείξει''.  Για τη μαμά μου που λέει πως οι άνθρωποι είναι καλοί μέχρι να τους πατήσεις τον κάλο.  Για την Λ. που δεν έχει εμπιστοσύνη.
Για μένα που έχω υπάρξει χίλια δυό κομμάτια κι ο κάθε αγαπημένος μου κι η κάθε αγαπημένη μου γνωρίσανε από ένα.  Ίσως και μισό.  Για τον χρόνο μου,  για τις ευκαιρίες,  για το νοιάξιμο που δεν έδωσα.  Για τους ''φίλους''  που με το μυαλό μου και από ανάγκη για επικοινωνία κατασκεύασα.


μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...