Friday, April 24, 2009

750 και κάτι

Μ αυτή την ανάμνηση, ταλανίζομαι τέσσερις μέρες τώρα. Μου φαντάζουν σαν αιώνας. Κοιμάμαι, ξυπνάω, αδυνατώ να βρω την αρχή και το τέλος της. Σε ποιά σημεία να την πιάσω, ώστε να μη πονέσει, να παραμείνει αλώβητη, ατόφια!

750 και κάτι φωτογραφίες. Βάρηνε η μηχανή μου. Έτσουξαν τα μάτια μου από χρώμα ανατολής. Κάηκαν από την τόση ομορφιά.
750 και κάτι ''κλικ''. Πόνεσαν τα δάχτυλα, πιέστηκε ο αυχένας. Που να πρωτοκοιτάξεις που δεν προλαβαίνει ο νους. Και τι να πεις; Πως να το πεις; Πως να μεταφέρεις όλη αυτή την γλύκα με λέξεις ή με στατικές εικόνες;

Πρώτη μου φορά που νοιώθω τόσο γεμάτη και δεν ξέρω με ποιό τρόπο να το μοιραστώ. Συνήθως ξεχυλίζουν οι φράσεις μονάχες από μέσα μου. Σήμερα βουβάθηκαν, σιώπησαν. Ζαλίζομαι ακόμη με μουσικές. Είμαι ακόμη εκεί, τριγυρνάω στα σοκκάκια, μυρίζω, πίνω, ακούω, αφουγκράζομαι, ψιθυρίζω, ενθουσιάζομαι, γελάω! Και κυρίως ρουφάω, καταπίνω εικόνες.

Ως να στεγνώσει όλο αυτό το θαύμα μέσα μου!

υ.γ. στη φωτό η αφεντιά μου..

Thursday, April 23, 2009

των ασεβών μου πόθων

Eίχα ένα φίλο, τον Εμίν,
που χόρευε με το σουγιά στα δόντια
κι ένα τσιγάρο σέρτικο
πίσω στ' αυτί αναμμένο.

Έλα να δεις, μου φώναζε,
παπούτσια δε φορώ,
κορδόνια είναι οι φλέβες
που η μάνα μου μου χάρισε
κι ούτε στα μάτια έχω φως.

Ό,τι μπορώ και βλέπω,
είναι μιά σκιά από αίμα μαύρο
στο χορό
που λέει ότι είναι η Πόλη, η Ιστανμπούλ.

Καταραμένη ας μένει που
μου πήρε την καρδιά,
κι άλλη καρδιά δεν μου 'μεινε
να τη μισήσω
πιό πολύ... απ' όσο την αγάπησα.

*Παλιός αμανές*

Thursday, April 02, 2009

Meli.. mon cherrie

''Στέλιο, θαρρώ πως κάποιος σκαλίζει μέσα στο σπίτι. Άντε να δεις. Σήκω που σου λέω!''
Φέρνουν βόλτα το δίπατο με την ανάσα της πικρή και λαχταρισμένη.
Είναι μόνοι. ''Όνειρο ήταν γλυκιά μου''. Την φιλάει.

Η Μέλια τυλίγει το χέρι της, φίκι στο μπράτσο του. Ελαφρωμένη από τον φόβο, μαλακώνει την ανάσα της στο στήθος του. Θερμαίνει τα χείλια της στο στόμα του.
Λίγο μετά, παίζει την γλωσίτσα της στην τρυφερή γούβα του αφαλού του. Αφήνει μέσα το σάλιο της και ξαναρουφάει την νοστιμάδα της γεύσης του.
Ταλαντεύεται σαίτα πάνω από το σώμα του. Τον καταπίνει μέσα της.
''Πες μου το, πες μου'' το εκλιπαρεί πάνω στον πόθο.
Πλησιάζει στο αυτί της. Υγραίνει το λοβό.
''Μελί.. Μελί mon cherrie της ψιθυρίζει.''

Στην έκσταση επάνω, παίρνει τούτες τις λέξεις, τις πλέκει όνειρα και κυλιέται μέσα τους. Όλη νύχτα.

Το πρωί, θα ξυπνήσει μόνη. Θα βρει το σημείωμα. ''Μελί.. mon cherrie, στα δάχτυλα των ποδιών σου ζω'' θα της έχει γράψει ο Στέλιος, γεννημένος από Γαλλίδα μητέρα.

Δίνει οδηγίες στην μαγείρισα, φρεσκοπλυμμένα πατώματα, καλογυαλισμένα ασημικά, πουλερικό μαγειρεμένο σε πορτοκαλόζουμο. Να μοσχοβολά το σπίτι ρίγανη και βασιλικό.
Να ανθίσει το βάζο με λουλούδια του κήπου.
Πιάνει το τελαράκι και κεντά τη γλύκα δυό αγγέλων να βαστούν το μονόγραμμα της, με μπαμπάκι λευκό.
Ράβει με την βελόνα ροδοπέταλα και ρένει με ροδόζουμο.

Με ότι περισσεύει βρέχει τα σεντόνια.
Ξέρει πως η παγωνιά στον αέρα, φέρνει καταιγίδες. Κι αυτή χρειάζεται νύχτα καλοκαιρινή να κανακεύει ζαχαρένια σύννεφα.

Προστάζει την μαγείρισα, την μπακιρένια χύτρα ως απάνω με νερό. Να βράσει, να αμολύσει ατμό. Περνάει το πρόσωπο από πάνω, ν' ανοίξουν οι πόροι, να στάζει ομορφιά πρώιμου μπουμπουκιού.
Γεμίζει με το υπόλοιπο την ασημένια σκάφη.
Ξεγυμνώνεται. Ριγεί η ραχοκοκκαλιά της.

Χωρίζει βρεγμένα ακόμη τα μαλλιά σε τούφες. Τα δένει στρίβοντας σε κουρελάκια λινά. Γεμίζει το κεφάλι της άσπρους κόμπους.

Δυό ώρες μετά, φέρνει τον καθρέφτη μπρος της. Εκατό βουρτσιές να γίνουν σα μετάξι. Το βράδυ, τον βάζει να ξεχωρίσει μία μία τις μπούκλες της απαλά, να αποβάλλει σταλιά σταλιά την κούραση, πριν του δώσει να γλύψει την κάψα κάτω από το δαντελωτό εσώρουχο. Λάγνο και ζουμερό το θηλυκό κορμάκι. Στιλπνό κι αντρίκιο τ' αρσενικό. Τα άκρα της να τσαλαβουτούν στο σπέρμα.

Την αυγή, θα της γράψει πάλι, με την πένα υγρή από μελάνι. ''Μελί.. Μελί mon cherrie, στα δάχτυλα των ποδιών σου ζω.''

Θα ξυπνήσει μόνη.
Θα ανοίξει το βυσσινί συρτάρι, και θα αφήσει να κυλήσει το σημείωμα, μαλακά πλάι στα άλλα.
Στο ημερολόγιο της, στην σημερινή άγραφη ακόμη σελίδα, μ ένα παχύ, γνώριμο σημάδι, θα σημειώσει άλλη μιά νίκη!

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...