''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Wednesday, May 21, 2008
σαν μωρό
Θα πουλούσα και την ψυχή μου
γιά ένα τόσο γαλήνιο ύπνο
γιά ένα τόσο τρυφερό δέρμα
γιά μία τόσο ανιδιοτελή ηρεμία..
Monday, May 19, 2008
υπόσταση
Eίχε λέει την ανάγκη, να αποδείξει την ευτυχία του στα μάτια των άλλων, μέσα από μία γυναίκα, ενίοτε και δύο και τρεις..
Φανερώνει τον αντρισμό του, επικυρώνει την ύπαρξή του μέσα από αυτήν, γεμίζει υπερηφάνεια αποκτά αξιοπρέπεια και υπόσταση.
Η δε απουσία της, τον γυρνάει πίσω, στην μοναξιά της παιδικής του ηλικίας..
Φανερώνει τον αντρισμό του, επικυρώνει την ύπαρξή του μέσα από αυτήν, γεμίζει υπερηφάνεια αποκτά αξιοπρέπεια και υπόσταση.
Η δε απουσία της, τον γυρνάει πίσω, στην μοναξιά της παιδικής του ηλικίας..
Sunday, May 18, 2008
δε σε πιστεύω
Κι ενώ μου περνάει πάρα πολλές φορές από το νου, πως μάλλον πολλούς θα έχω αδικήσει, μη πιστεύοντας εύκολα τα όσα κατά καιρούς ακούω να μου λένε, διαβάζω το εξής:
''Αν θέλεις να καταλάβεις αν κάποιος έχει χούι τα ψέμματα, αρκεί να δεις αν αυτός πιστεύει αυτά που λες εσύ ή όχι. Καθένας κρίνει με βάση τον εαυτό του και ο ψεύτης με το ψέμα..''
Παρ όλα αυτά, εγώ που προτιμώ να αδιαφορήσω απέναντι σε μιά ερώτηση, παρά να δώσω μία ψεύτικη απάντηση κι έχω σκαλωμένο στο μυαλό μου ένα ''δε σε πιστεύω'' πέφτω τόσο έξω;
''Αν θέλεις να καταλάβεις αν κάποιος έχει χούι τα ψέμματα, αρκεί να δεις αν αυτός πιστεύει αυτά που λες εσύ ή όχι. Καθένας κρίνει με βάση τον εαυτό του και ο ψεύτης με το ψέμα..''
Παρ όλα αυτά, εγώ που προτιμώ να αδιαφορήσω απέναντι σε μιά ερώτηση, παρά να δώσω μία ψεύτικη απάντηση κι έχω σκαλωμένο στο μυαλό μου ένα ''δε σε πιστεύω'' πέφτω τόσο έξω;
Και όσοι με εμπιστεύονται δίχως δεύτερη κουβέντα, άραγε δεν κρατούν μέσα τους μιά επιφύλαξη γιά ύστερα; Δεν προσπαθούν αργότερα, έστω και έμμεσα να διαπιστώσουν την ειλικρίνεια των λέξεων μου;
Thursday, May 15, 2008
μία αίσθηση
Kι έτσι καθώς έψαχνα τα χαρτιά μου, με ένα φλυτζάνι καφέ να ζεσταίνει τις χούφτες μου, ανακάλυψα την εικόνα ενός κοριτσιού, προσεχτικά κομμένη από την σελίδα ενός περιοδικού, ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο, και ήταν σαν το ανοιξιάτικο αεράκι που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, να έφερε πίσω εκείνη την αίσθηση, εκείνο το παράξενο και πρωτόγνωρο συναίσθημα, της μέρας που σε πρωτοσυνάντησα, πριν πόσo καιρό άραγε, σ ένα μικρό τραπεζάκι απέναντι μου, με το stray στα μεγάφωνα, και μία υποψία μελιού στο στόμα, εκείνη την αίσθηση που γιά καιρό προσπαθούσα να προσδιορίσω και ναι, ήταν ακριβώς εκείνη που νοιώθει κάποιος όταν σκέφτεται ''είμαι σπίτι''..
Wednesday, May 14, 2008
χρόνο έχουμε;
Ο χρόνος καθορίζει τις σχέσεις μας. Σε γνωρίζω χρόνια, σε ξέρω καλα, αν είχαμε λίγο χρόνο περισσότερο θα με μάθαινες καλύτερα!
Όμως έχουμε χρόνο μπροστά μας να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον έτσι;
Λίγες μέρες πριν μου έλεγες πως νοιώθεις πως δεν έχεις τα περιθώρια του χρόνου. Έλεγες.. εγώ το θέλω τώρα.. κι αυτό το ''τώρα'' ειπωμένο μ αυτή τη χροιά ήταν ο κόσμος όλος σου.
Mετά;
Τι έγινε μετά κι ο χρόνος απλώθηκε απέραντο χαλί μπροστά σου;
Όμως έχουμε χρόνο μπροστά μας να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον έτσι;
Λίγες μέρες πριν μου έλεγες πως νοιώθεις πως δεν έχεις τα περιθώρια του χρόνου. Έλεγες.. εγώ το θέλω τώρα.. κι αυτό το ''τώρα'' ειπωμένο μ αυτή τη χροιά ήταν ο κόσμος όλος σου.
Mετά;
Τι έγινε μετά κι ο χρόνος απλώθηκε απέραντο χαλί μπροστά σου;
Monday, May 12, 2008
η φωτογραφία
Ήμουν απόλυτη ως προς την απόφαση μου. Σου την ανακοίνωσα νωρίς το πρωί, κι έπιασα την χροιά της φωνής σου να αλλάζει χρώμα. Μία τόση δα μικρή ανεπαίσθητη αλλαγή.
Ανάμεσα σε καλημέρες, αμήχανα χαμόγελα, κι ατέλειωτες παύσεις.
Και μετά, πως έγινε, ψάχνοντας τυχαία, βρήκα εκείνη την φωτογραφία σου, μιά σταλιά κομμάτι χαρτί, ήταν φεύγοντας ένα καλοκαίρι από το νησί, έτσι μου έλεγες, με μαυρισμένο δέρμα, γυαλιά ηλίου και ιδρώτα, με κρυμμένη την αλμύρα και την άμμο κάτω από τα βλέφαρα, το ένα πόδι στο σκαλί ενός φρεσκοασβεστωμένου σπιτιού, παντελονάκι λευκό κοντό, τα μαλλιά ατίθασα , φυσούσε πολύ, τις τσέπες αριστερά και δεξιά φουσκωμένες όνειρα, κι εκείνη η ασημένια ταμπακιέρα ανάμεσα στα δάχτυλα να καθρεφτίζει το φως του ήλιου.
Ακόμη τότε δεν ήξερες, μα ούτε κι εγώ γιά να σου πω..
Κι έμεινα να σε κοιτάζω, ώρα πολύ..
Ανάμεσα σε καλημέρες, αμήχανα χαμόγελα, κι ατέλειωτες παύσεις.
Και μετά, πως έγινε, ψάχνοντας τυχαία, βρήκα εκείνη την φωτογραφία σου, μιά σταλιά κομμάτι χαρτί, ήταν φεύγοντας ένα καλοκαίρι από το νησί, έτσι μου έλεγες, με μαυρισμένο δέρμα, γυαλιά ηλίου και ιδρώτα, με κρυμμένη την αλμύρα και την άμμο κάτω από τα βλέφαρα, το ένα πόδι στο σκαλί ενός φρεσκοασβεστωμένου σπιτιού, παντελονάκι λευκό κοντό, τα μαλλιά ατίθασα , φυσούσε πολύ, τις τσέπες αριστερά και δεξιά φουσκωμένες όνειρα, κι εκείνη η ασημένια ταμπακιέρα ανάμεσα στα δάχτυλα να καθρεφτίζει το φως του ήλιου.
Ακόμη τότε δεν ήξερες, μα ούτε κι εγώ γιά να σου πω..
Κι έμεινα να σε κοιτάζω, ώρα πολύ..
Sunday, May 11, 2008
στις μανούλες
Saturday, May 10, 2008
γραφικός χαρακτήρας
To μεθυσμένο από χρώμα φόντο, το είχα ετοιμάσει κάποια μέρα γιά να δεχτεί μία κατασκευή, που όμως δεν έγινε ως σήμερα τουλάχιστον.
Το σημείωμα, το έγραψα σε κάποια στιγμή που βρήκα αυτές τις σκέψεις στο διαδίκτυο, μου άρεσαν και ήθελα να τις κρατήσω μέσα στο ημερολόγιο μου.
Σκέφτηκα να τα συνδιάσω, τράβηξα πολλές φωτο, με σκιά και μη, αυτή με την σκιά του χεριού μου αριστερά μου φάνηκε τελικά πιό ενδιαφέρουσα από τις υπόλοιπες.
Πολλές φορές, βλέπω στην ζωή μου, πως η πρώτη σκέψη, αυτό το πιό αυθόρμητο από όλα, είναι και το πιό λειτουργικό, πρακτικό, σωστό.
Στο παιχνίδι με το γραφικό μας χαρακτήρα με κάλεσε η http://katkag2.blogspot.com/
αγαπημένη μου dee dee.
γιά το http://autographcollectors.blogspot.com/ ένα μπλογκ με μία πολύ όμορφη συλλογή από bloggoγραφικούς χαρακτήρες.
Επειδή δεν ξέρω ποιοί δεν έχουν παίξει, καλώ όποιον δεν έχει πάρει μέρος στο παιχνίδι, κι όποιον θέλει βεβαίως..
Οι κανονες ειναι απλοι:
1. Γράψε
2. Σκάναρε (ή φωτογράφισε… )
3. Πόσταρε.
4. Ειδοποία! Απαραίτητα στο τέλος του ποστ γράψε: για το http://autographcollectors.blogspot.com/
5. Προσκάλεσε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν. (επίσης απαραίτητα, για να μαζευτούν όσο περισσότερα χειρόγραφα γίνεται)
Το σημείωμα, το έγραψα σε κάποια στιγμή που βρήκα αυτές τις σκέψεις στο διαδίκτυο, μου άρεσαν και ήθελα να τις κρατήσω μέσα στο ημερολόγιο μου.
Σκέφτηκα να τα συνδιάσω, τράβηξα πολλές φωτο, με σκιά και μη, αυτή με την σκιά του χεριού μου αριστερά μου φάνηκε τελικά πιό ενδιαφέρουσα από τις υπόλοιπες.
Πολλές φορές, βλέπω στην ζωή μου, πως η πρώτη σκέψη, αυτό το πιό αυθόρμητο από όλα, είναι και το πιό λειτουργικό, πρακτικό, σωστό.
Στο παιχνίδι με το γραφικό μας χαρακτήρα με κάλεσε η http://katkag2.blogspot.com/
αγαπημένη μου dee dee.
γιά το http://autographcollectors.blogspot.com/ ένα μπλογκ με μία πολύ όμορφη συλλογή από bloggoγραφικούς χαρακτήρες.
Επειδή δεν ξέρω ποιοί δεν έχουν παίξει, καλώ όποιον δεν έχει πάρει μέρος στο παιχνίδι, κι όποιον θέλει βεβαίως..
Οι κανονες ειναι απλοι:
1. Γράψε
2. Σκάναρε (ή φωτογράφισε… )
3. Πόσταρε.
4. Ειδοποία! Απαραίτητα στο τέλος του ποστ γράψε: για το http://autographcollectors.blogspot.com/
5. Προσκάλεσε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν. (επίσης απαραίτητα, για να μαζευτούν όσο περισσότερα χειρόγραφα γίνεται)
Thursday, May 08, 2008
ένα σου άγγιγμα
Mαζεύω φως από τ αστέρια, χώνω βίαια λάμψεις στις κόγχες των ματιών, στριμώχνω στις τσέπες βεγγαλικά, διορθώνω ξέφτια στο χρώμα τις σέπιας, ρίχνω μιά ευχή, δεν ακούς κι όμως είσαι εκεί, τόσο κοντά που γεύομαι τον ιδρώτα σου, τόσο μακριά που δεν θυμάμαι πιά το όνομα σου.
Παρελθόν σκοτεινό, λέξεις, λόφοι ολόκληροι από πονεμένες λέξεις, γυμνές σκουριές, φωνή μου εσύ υστερική, χάνεσαι σε ζωγραφισμένες θάλασσες και υπογραμίζεις με αλμύρα, την λύπη, τον πόθο, και όνειρα βασανιστικά.
Κλείνω τα μάτια, ένα σου άγγιγμα, μιά υπόσχεση, ένας ψίθυρος, μιά ανάσα στον λωβό του αυτιού μου, ένα χάδι στην παλάμη μου, λίγες σταγόνες από το σάλιο σου στα χείλη μου, θέλω να πιώ την φωνή σου, να γράψω ''ΝΑΙ'' στο κορμί σου, πέφτεις αργά, ένα αστέρι έχω αγκαλιά, σ αγαπ-ά-ω..
Οι στίχοι είναι από τα τραγούδια
κόκκινο φιλί
ζωγράφισε με
σ αγαπώ
όλα των ΜΠΛΕ
Στο παιχνίδι με κάλεσε η http://kykneioasma.blogspot.com/ ανασαιμιά και πολύ την ευχαριστώ.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
1. Διαλέγεις όσα τραγούδια θέλεις από έναν καλλιτέχνη, άντρα ή γυναίκα, έλληνα ή ξένο, οποιουδήποτε ρεπερτορίου.
2. Σκέφτεσαι μια μικρή ιστορία. 10-20 γραμμές είναι αρκετές, αλλά μέχρι όσο θες.
3. Εντάσσεις μες στην ιστορία σου στίχους από αυτά τα τραγούδια και τους επισημαίνεις ώστε να καταλαβαίνουμε ποιοι είναι.
4. Αν μπορείς συνοδεύεις την ανάρτησή σου με τους ανάλογους ήχους.
5. Καλείς κι άλλους να σου πουν τη δικιά τους Μουσική Ιστοριούλα.
Την σκυτάλη την παραδίνω σε:
http://freedula.blogspot.com/
http://kokkinhomprela.blogspot.com/
http://perikosmou.blogspot.com/
http://vasilis67.wordpress.com/
Παρελθόν σκοτεινό, λέξεις, λόφοι ολόκληροι από πονεμένες λέξεις, γυμνές σκουριές, φωνή μου εσύ υστερική, χάνεσαι σε ζωγραφισμένες θάλασσες και υπογραμίζεις με αλμύρα, την λύπη, τον πόθο, και όνειρα βασανιστικά.
Κλείνω τα μάτια, ένα σου άγγιγμα, μιά υπόσχεση, ένας ψίθυρος, μιά ανάσα στον λωβό του αυτιού μου, ένα χάδι στην παλάμη μου, λίγες σταγόνες από το σάλιο σου στα χείλη μου, θέλω να πιώ την φωνή σου, να γράψω ''ΝΑΙ'' στο κορμί σου, πέφτεις αργά, ένα αστέρι έχω αγκαλιά, σ αγαπ-ά-ω..
Οι στίχοι είναι από τα τραγούδια
κόκκινο φιλί
ζωγράφισε με
σ αγαπώ
όλα των ΜΠΛΕ
Στο παιχνίδι με κάλεσε η http://kykneioasma.blogspot.com/ ανασαιμιά και πολύ την ευχαριστώ.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
1. Διαλέγεις όσα τραγούδια θέλεις από έναν καλλιτέχνη, άντρα ή γυναίκα, έλληνα ή ξένο, οποιουδήποτε ρεπερτορίου.
2. Σκέφτεσαι μια μικρή ιστορία. 10-20 γραμμές είναι αρκετές, αλλά μέχρι όσο θες.
3. Εντάσσεις μες στην ιστορία σου στίχους από αυτά τα τραγούδια και τους επισημαίνεις ώστε να καταλαβαίνουμε ποιοι είναι.
4. Αν μπορείς συνοδεύεις την ανάρτησή σου με τους ανάλογους ήχους.
5. Καλείς κι άλλους να σου πουν τη δικιά τους Μουσική Ιστοριούλα.
Την σκυτάλη την παραδίνω σε:
http://freedula.blogspot.com/
http://kokkinhomprela.blogspot.com/
http://perikosmou.blogspot.com/
http://vasilis67.wordpress.com/
Tuesday, May 06, 2008
Μόνο ΦίΛοι
Συναντήθηκαν τυχαία σε ένα καφέ. Αυτή ήταν με μία φίλη της κι αυτός με έναν φίλο του. Αυτός, καθόταν στο επάνω διάζωμα, αυτές έπιασαν θέση στο ανοικτό παράθυρο, να τις κτυπάει το ανοιξιάτικο αεράκι. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του από μακριά, κι έστρεψε το βλέμμα αλλού.
Ένα χρόνο πριν
Ήταν Απρίλης όταν τον είχε πρωτοδεί,κόντευε χρόνος, ήταν ο νέος υπάλληλος στην τράπεζα με την οποία συνεργαζόταν η εταιρεία όπου δούλευε. Τον είχε προσέξει από την πρώτη στιγμή. Γκρί παντελόνι, καρώ πουκάμισο, ένα κομπολογάκι αφημένο δίπλα του με πέτρες κοραλλιού, κι ένα τραγούδι στο στόμα. Αργότερα έμαθε πως του άρεσαν πολύ τα πουκάμισα, τα πετρώματα, κι η μουσική. Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, στίχους, μελωδίες, δημιουργούς, ακόμη και την ημερομηνία γέννησης του κάθε τραγουδιού, κι ας ανήκε στην δεκαετία του πενήντα.
Έμαθε το mail της κι άρχισε να της στέλνει πράγματα από αυτά που κυκλοφορούν σε όλα τα ηλεκτρονικα γραμματοκιβώτια. Τραγούδια, ανέκδοτα, και καμμιά φορά κάποια πρωινή καλημέρα, που της άφηνε ένα χαμόγελο για όλο το υπόλοιπο της ημέρας.
Πάμε για καφέ;
Μια μέρα, τελειώνοντας μια συναλλαγή μαζί της, καταμεσήμερο, λίγη ώρα απέμενε να σχολάσουν και οι δύο, τεντώνοντας ελαφριά τους κουρασμένους του ώμους, μαζί με μία αστεία ατάκα, της πρότεινε να πάνε για καφέ.
-Να εδώ δίπλα στο sante της είπε γελώντας.
Απέναντί της σε ένα στρόγγυλο μαρμάρινο τραπεζάκι, της άρεσε ακόμη πιο πολύ. Ήταν το ζεστό του βλέμμα, ήταν οι ευγενικές του κινήσεις, ήταν ο γοητευτικός τρόπος που της μάθαινε πράγματα για την μουσική, όλα αυτά μαζί κι ίσως κι άλλα πολλά, από εκείνα που όσο κι αν τα εξηγήσεις κανείς δε πρόκειται να τα κατανοήσει πέρα από σένα.
Πήγαν πολλές φορές από τότε για καφέ, τρελλαινόταν ν ακούει τις μουσικές του, της άρεσε ν ακούει τον γνώριμο χτύπο από τις κοραλλόπετρες του κομπολογιού του. Είχαν κάνει στέκι τους πιά αυτό τον χώρο με την τζαζ στα μεγάφωνα, τον ελάχιστο κόσμο, και κάθε φορά τον θαύμαζε ακόμη πιο πολύ, ένοιωθε πως είχαν πολλά κοινά που θα μπορούσαν να τους φέρουν ακόμη πιο κοντά.
Αυτός πάλι από την πλευρά του, σα να την έψαχνε κάνοντας ένα σωρό ερωτήσεις, μισοαστεία μισοσοβαρά, προσωπικές και μη, για την ζωή της, για το΄να για τ ’άλλο, για ότι τέλος πάντων είχε προκύψει, κι αν όχι γιατί, δείχνοντας περισσότερο περιέργεια παρά κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον.
Συνήθως του απαντούσε αυθόρμητα, μα ακόμη κι όταν τον απέφευγε, ήταν επειδή ντρεπόταν παρά επειδή δεν ήθελε να του μιλήσει.
Κάποια μέρα πήγαν για ουζάκι, εκεί ήταν που είχε πέσει ένα γέλιο τρανταχτό, πόσο ανάγκη το είχαν και οι δυό αυτό το γέλιο, κι ήταν εκείνη η μέρα που του είπε για μία σχέση που είχε για χρόνια και την ταλάνιζε, μα τώρα, έναν ολόκληρο χρόνο γυρνούσε στο σπίτι της μόνη.
Της μίλησε κι αυτός για μια σχέση καρδιάς, με άδοξο τέλος που όμως έδωσε την θέση της σε μία δυνατή φιλία, για τους γονείς του, το χωριό του, τις νοστιμιές που μαγείρευε η μάνα του, η κυρά Ελένη, τους φίλους, ένας και καλός, από παιδιά μαζί, ο Θοδωρής, και τις προτιμήσεις
του.
Μόνο φίλοι
Αχώριστοι έμοιαζαν και φίλοι καρδιακοί, η Αγγελική δύσκολα ένοιωθε πως ήταν τόσο ταιριαστή με κάποιον, μακάρι να μην ήταν μόνο φίλος της σκεφτόταν, μακάρι να ήταν και κάτι άλλο κάτι ακόμη περισσότερο.
Περνούσαν οι μέρες και τα συναισθήματα της γινόταν όλο και πιο δυνατά. Και μαζί μ αυτά και η ανασφάλεια της. Άραγε την σκεφτόταν κι αυτός καθόλου σαν γυναίκα; Μήπως του φαινόταν μεγάλη, ήταν μοναχά ένα μήνα μεγαλύτερος της, στα 39 κι οι δυό, μα αυτός από την φύση του φαινόταν μικρότερος, πολύ μικρότερος από την ηλικία του, κι έπειτα σκεφτόταν κι έλεγε, ίσως δεν με βλέπει όμορφη, άλλωστε για να γίνουν αυτά τα πράγματα χρειάζονται δυό και να θέλουν, μετά καθησύχαζε τον εαυτό της κι έλεγε..θα δείξει..κι ας μη της άρεσε καθόλου αυτή η λέξη. Ήταν βιαστική και παρορμητική, δύσκολα πολύ της άρεσε κάτι, ειδικά αρσενικό, δύσκολα έβρισκε, εύκολα απέρριπτε, ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, κανείς στα μέτρα και τα κυβικά της.
Τα χρόνια περνούσαν, κι ένοιωθε πως δεν είχε άλλα περιθώρια, κι ήταν καταπληκτικό αυτό ολόκληρο το δίμηνο που είχε γνωρίσει τον Μάνο, και φαινόταν τόσο διαφορετικός, τόσο κοντά σ αυτό που ζητούσε.
Θα δείξει..έλεγε ανυπόμονα μέσα της, μα δε μπορούσε να κρατήσει την ανάσα της , ασφυκτιούσε, άσε που ο Μάνος, αντί να γίνεται μέρα με την μέρα πιο διαχυτικός μαζί της άρχισε να κλέβει κι από τα ήδη δεδομένα.
Λιγόστεψαν τα mail, με την δικαιολογία πώς να αφού κάθε μέρα είμαστε μαζί, δεν της άρεσε όμως να της παίρνουν πίσω από τα δοσμένα, όσο ασήμαντα κι αν ήταν αυτά, του έκανε μούτρα αυτή, άρχισε να διαμαρτύρεται ο Μάνος, και όταν η Αγγελική του παραπονέθηκε στο τηλέφωνο πως όλο δουλειές προβάλει σαν δικαιολογία τελευταία, της είπε κατάμουτρα..εε μα εσύ δεν υποφέρεσαι..είσαι πολύ γκρινιάρα...
Το τέλος
Αυτό ήταν. Κάθισε και σκέφτηκε βάζοντας όλα τα δεδομένα κάτω. Τόσο το ξύδι, τόσο και το λάδι. Τι έχουμε; Ένα δίμηνο καφέδες άντε και κανένα ουζάκι. Δυό φορές στον κινηματογράφο, ερωτήσεις, απαντήσεις κι από κανένα έστω υπονοούμενο τίποτα. Φιλαράκια. Έλα όμως που καιγόταν η καρδούλα της! Κακά τα ψέμματα, σαν φίλο της δεν θα μπορούσε να τον δει, ίσα που πληγωνόταν. Αλλά να του κάνει πρόταση αυτή δεν ήθελε, κι όσα υπονοούμενα τόλμησε, σαν να βρήκαν τοίχο, έτσι ένοιωσε. Αλλοιώς τα ήξερε να γίνονται αυτά τα πράγματα.
Άρα κάτι έπρεπε να κάνει, και πολύ περίμενε.
Την επόμενη μέρα, δεν του τηλεφώνησε αυτή. Το έκανε αυτός και με μια μικρή δικαιολογία απρόσμενης δουλειάς του έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο.
Το ίδιο απόγευμα, ντύθηκε στολίστηκε και βγήκε με τις φίλες της. Είχε εγκαταλείψει όλους τους δικούς της ανθρώπους μέσα σ αυτό το δίμηνο. Μα τόσο πιά πολύ είχε χάσει το μυαλό της;
Την επομένη, της πρότεινε ουζάκι στην Περαία μετά την δουλειά.
Έχω πολύ σπουδαιότερα πράγματα να κάνω του είπε και φρόντισε να τον αφήσει γρήγορα..
Έτσι σιγά σιγά, της έφυγε η λαχτάρα.
Σήμερα
Ένα χρόνο τώρα δεν τον είχε συναντήσει έξω, παρά μόνο σήμερα, στο ίδιο καφέ που πήγαιναν κάποτε οι δυό τους.
Δεν ήταν όμορφος ποτέ, μα ούτε και άσχημος. Ήταν ερωτεύσιμος.
Γέμισαν οι σκέψεις της πίκρα και νοσταλγία.
Γύρισε κι έπιασε την κουβέντα με την φίλη της..ήπιε δυό γουλιές καφέ, έβγαλε από την τσάντα τα τσιγάρα της, άναψε ένα.
Χαμογέλασε.
Δύσκολο να μου αρέσει ένας άντρας, μα κι αν τύχει να συμβεί, έχω τόση τύχη που πάντα στην κατάλληλη περίπτωση πέφτω..της είπε..κι έσκασαν κι οι δυό στα γέλια.
Κι έπειτα, της τα ΄πε όλα από την αρχή, με το νι και με το σίγμα.
Ένα χρόνο πριν
Ήταν Απρίλης όταν τον είχε πρωτοδεί,κόντευε χρόνος, ήταν ο νέος υπάλληλος στην τράπεζα με την οποία συνεργαζόταν η εταιρεία όπου δούλευε. Τον είχε προσέξει από την πρώτη στιγμή. Γκρί παντελόνι, καρώ πουκάμισο, ένα κομπολογάκι αφημένο δίπλα του με πέτρες κοραλλιού, κι ένα τραγούδι στο στόμα. Αργότερα έμαθε πως του άρεσαν πολύ τα πουκάμισα, τα πετρώματα, κι η μουσική. Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, στίχους, μελωδίες, δημιουργούς, ακόμη και την ημερομηνία γέννησης του κάθε τραγουδιού, κι ας ανήκε στην δεκαετία του πενήντα.
Έμαθε το mail της κι άρχισε να της στέλνει πράγματα από αυτά που κυκλοφορούν σε όλα τα ηλεκτρονικα γραμματοκιβώτια. Τραγούδια, ανέκδοτα, και καμμιά φορά κάποια πρωινή καλημέρα, που της άφηνε ένα χαμόγελο για όλο το υπόλοιπο της ημέρας.
Πάμε για καφέ;
Μια μέρα, τελειώνοντας μια συναλλαγή μαζί της, καταμεσήμερο, λίγη ώρα απέμενε να σχολάσουν και οι δύο, τεντώνοντας ελαφριά τους κουρασμένους του ώμους, μαζί με μία αστεία ατάκα, της πρότεινε να πάνε για καφέ.
-Να εδώ δίπλα στο sante της είπε γελώντας.
Απέναντί της σε ένα στρόγγυλο μαρμάρινο τραπεζάκι, της άρεσε ακόμη πιο πολύ. Ήταν το ζεστό του βλέμμα, ήταν οι ευγενικές του κινήσεις, ήταν ο γοητευτικός τρόπος που της μάθαινε πράγματα για την μουσική, όλα αυτά μαζί κι ίσως κι άλλα πολλά, από εκείνα που όσο κι αν τα εξηγήσεις κανείς δε πρόκειται να τα κατανοήσει πέρα από σένα.
Πήγαν πολλές φορές από τότε για καφέ, τρελλαινόταν ν ακούει τις μουσικές του, της άρεσε ν ακούει τον γνώριμο χτύπο από τις κοραλλόπετρες του κομπολογιού του. Είχαν κάνει στέκι τους πιά αυτό τον χώρο με την τζαζ στα μεγάφωνα, τον ελάχιστο κόσμο, και κάθε φορά τον θαύμαζε ακόμη πιο πολύ, ένοιωθε πως είχαν πολλά κοινά που θα μπορούσαν να τους φέρουν ακόμη πιο κοντά.
Αυτός πάλι από την πλευρά του, σα να την έψαχνε κάνοντας ένα σωρό ερωτήσεις, μισοαστεία μισοσοβαρά, προσωπικές και μη, για την ζωή της, για το΄να για τ ’άλλο, για ότι τέλος πάντων είχε προκύψει, κι αν όχι γιατί, δείχνοντας περισσότερο περιέργεια παρά κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον.
Συνήθως του απαντούσε αυθόρμητα, μα ακόμη κι όταν τον απέφευγε, ήταν επειδή ντρεπόταν παρά επειδή δεν ήθελε να του μιλήσει.
Κάποια μέρα πήγαν για ουζάκι, εκεί ήταν που είχε πέσει ένα γέλιο τρανταχτό, πόσο ανάγκη το είχαν και οι δυό αυτό το γέλιο, κι ήταν εκείνη η μέρα που του είπε για μία σχέση που είχε για χρόνια και την ταλάνιζε, μα τώρα, έναν ολόκληρο χρόνο γυρνούσε στο σπίτι της μόνη.
Της μίλησε κι αυτός για μια σχέση καρδιάς, με άδοξο τέλος που όμως έδωσε την θέση της σε μία δυνατή φιλία, για τους γονείς του, το χωριό του, τις νοστιμιές που μαγείρευε η μάνα του, η κυρά Ελένη, τους φίλους, ένας και καλός, από παιδιά μαζί, ο Θοδωρής, και τις προτιμήσεις
του.
Μόνο φίλοι
Αχώριστοι έμοιαζαν και φίλοι καρδιακοί, η Αγγελική δύσκολα ένοιωθε πως ήταν τόσο ταιριαστή με κάποιον, μακάρι να μην ήταν μόνο φίλος της σκεφτόταν, μακάρι να ήταν και κάτι άλλο κάτι ακόμη περισσότερο.
Περνούσαν οι μέρες και τα συναισθήματα της γινόταν όλο και πιο δυνατά. Και μαζί μ αυτά και η ανασφάλεια της. Άραγε την σκεφτόταν κι αυτός καθόλου σαν γυναίκα; Μήπως του φαινόταν μεγάλη, ήταν μοναχά ένα μήνα μεγαλύτερος της, στα 39 κι οι δυό, μα αυτός από την φύση του φαινόταν μικρότερος, πολύ μικρότερος από την ηλικία του, κι έπειτα σκεφτόταν κι έλεγε, ίσως δεν με βλέπει όμορφη, άλλωστε για να γίνουν αυτά τα πράγματα χρειάζονται δυό και να θέλουν, μετά καθησύχαζε τον εαυτό της κι έλεγε..θα δείξει..κι ας μη της άρεσε καθόλου αυτή η λέξη. Ήταν βιαστική και παρορμητική, δύσκολα πολύ της άρεσε κάτι, ειδικά αρσενικό, δύσκολα έβρισκε, εύκολα απέρριπτε, ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, κανείς στα μέτρα και τα κυβικά της.
Τα χρόνια περνούσαν, κι ένοιωθε πως δεν είχε άλλα περιθώρια, κι ήταν καταπληκτικό αυτό ολόκληρο το δίμηνο που είχε γνωρίσει τον Μάνο, και φαινόταν τόσο διαφορετικός, τόσο κοντά σ αυτό που ζητούσε.
Θα δείξει..έλεγε ανυπόμονα μέσα της, μα δε μπορούσε να κρατήσει την ανάσα της , ασφυκτιούσε, άσε που ο Μάνος, αντί να γίνεται μέρα με την μέρα πιο διαχυτικός μαζί της άρχισε να κλέβει κι από τα ήδη δεδομένα.
Λιγόστεψαν τα mail, με την δικαιολογία πώς να αφού κάθε μέρα είμαστε μαζί, δεν της άρεσε όμως να της παίρνουν πίσω από τα δοσμένα, όσο ασήμαντα κι αν ήταν αυτά, του έκανε μούτρα αυτή, άρχισε να διαμαρτύρεται ο Μάνος, και όταν η Αγγελική του παραπονέθηκε στο τηλέφωνο πως όλο δουλειές προβάλει σαν δικαιολογία τελευταία, της είπε κατάμουτρα..εε μα εσύ δεν υποφέρεσαι..είσαι πολύ γκρινιάρα...
Το τέλος
Αυτό ήταν. Κάθισε και σκέφτηκε βάζοντας όλα τα δεδομένα κάτω. Τόσο το ξύδι, τόσο και το λάδι. Τι έχουμε; Ένα δίμηνο καφέδες άντε και κανένα ουζάκι. Δυό φορές στον κινηματογράφο, ερωτήσεις, απαντήσεις κι από κανένα έστω υπονοούμενο τίποτα. Φιλαράκια. Έλα όμως που καιγόταν η καρδούλα της! Κακά τα ψέμματα, σαν φίλο της δεν θα μπορούσε να τον δει, ίσα που πληγωνόταν. Αλλά να του κάνει πρόταση αυτή δεν ήθελε, κι όσα υπονοούμενα τόλμησε, σαν να βρήκαν τοίχο, έτσι ένοιωσε. Αλλοιώς τα ήξερε να γίνονται αυτά τα πράγματα.
Άρα κάτι έπρεπε να κάνει, και πολύ περίμενε.
Την επόμενη μέρα, δεν του τηλεφώνησε αυτή. Το έκανε αυτός και με μια μικρή δικαιολογία απρόσμενης δουλειάς του έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο.
Το ίδιο απόγευμα, ντύθηκε στολίστηκε και βγήκε με τις φίλες της. Είχε εγκαταλείψει όλους τους δικούς της ανθρώπους μέσα σ αυτό το δίμηνο. Μα τόσο πιά πολύ είχε χάσει το μυαλό της;
Την επομένη, της πρότεινε ουζάκι στην Περαία μετά την δουλειά.
Έχω πολύ σπουδαιότερα πράγματα να κάνω του είπε και φρόντισε να τον αφήσει γρήγορα..
Έτσι σιγά σιγά, της έφυγε η λαχτάρα.
Σήμερα
Ένα χρόνο τώρα δεν τον είχε συναντήσει έξω, παρά μόνο σήμερα, στο ίδιο καφέ που πήγαιναν κάποτε οι δυό τους.
Δεν ήταν όμορφος ποτέ, μα ούτε και άσχημος. Ήταν ερωτεύσιμος.
Γέμισαν οι σκέψεις της πίκρα και νοσταλγία.
Γύρισε κι έπιασε την κουβέντα με την φίλη της..ήπιε δυό γουλιές καφέ, έβγαλε από την τσάντα τα τσιγάρα της, άναψε ένα.
Χαμογέλασε.
Δύσκολο να μου αρέσει ένας άντρας, μα κι αν τύχει να συμβεί, έχω τόση τύχη που πάντα στην κατάλληλη περίπτωση πέφτω..της είπε..κι έσκασαν κι οι δυό στα γέλια.
Κι έπειτα, της τα ΄πε όλα από την αρχή, με το νι και με το σίγμα.
Saturday, May 03, 2008
ο κύριος Αντωνάκης
O Αντώνης
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και ξεχώρισε της εξώπορτας. Έκανε ολόκληρη προσπάθεια να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι, κρατώντας με δυσκολία τον σταυρωτό σπάγγο που έδενε μία ολόκληρη κούτα βιβλία με το δεξί, παλιοδιαβασμένα μα χρειαζούμενα για την έρευνα που ετοίμαζε. Ευτυχώς είχε αλλάξει πρόσφατα την κλειδαριά, ως διαχειριστής της πολυκατοικίας και το κλειδί γλυστρούσε αντί να μαγκώνει στο πρώτο γύρισμα δεξιά.
Ανέβηκε ασθμαίνοντας τα είκοσι σκαλιά και κάλεσε το ασανσέρ.
Έσυρε σχεδόν την κούτα με τα βιβλία ως το εσωτερικό του ανελκυστήρα κι έκανε να μπει μέσα, όταν άκουσε μια φωνή..
Η Βίκυ
-Μισό λεπτό..μισό λεπτό..περιμένετε σας παρακαλώ..βιάζομαι.
Ήταν λεπτή και σκερτζόζα, όμορφη όχι, ευγενική ναι, ντυσιματάκι απλό, λιτό και νεανικό, μια φουστίτσα περισσότερο σαν ζώνη φαρδιά περασμένη στους γοφούς, κι ένα κολάν λεπτό σα καλσόν, μπλουζάκι με χαμηλό ντεκολτέ, στήθος μικρό, μπούστο άδειο, λευκό δερμάτινο στο ένα χέρι, στο άλλο τα κλειδιά, σπιτιού, αυτοκινήτου και εξώπορτας, ντλιγκ ντλονγκ όλα στο ίδιο πορτ κλε να ακολουθούν τις κινήσεις χεριών και σώματος με περίσσια χαριτωμενιά και δύναμη.,
Έτρεξε, ή τουλάχιστον έδειξε πως έτρεχε από ευγένεια, που την περίμενε με την πόρτα του ανελκυστήρα ανοιχτή, τακ τακ τα τακουνάκια της στο γλιτσιασμένο μάρμαρο, οικοδομή πολλών διαμερισμάτων, 35 και πάνω, κι ακόμη περισσοτέρων ετών, τι να σου κάνει το συνεργείο καθαρισμού δυό φορές την εβδομάδα και μάλιστα σήμερα μετά από πενθήμερη αργία.
Καλησπέρα μουρμούρισε και κατέλαβε την θέση της στον λιγοστό αέρα του ασανσέρ, ήταν από εκείνα που μπαίνοντας έπρεπε να κλείσεις πίσω σου και δύο μικρά πορτάκια πέρα από την κεντρική, αχ πόσο βιάζομαι κύριε Αντωνάκη μου είπε, χρόνια σας πολλά, περάσατε καλά; κι από μέσα της.. μμχχχ… ο ξυνός του πέμπτου.. ήταν ανάγκη; σκέφτηκε.
Δεν της πέρασε όμως απαρατήρητη η κολώνια του, Calvin Klein, ήταν σίγουρη και μάλιστα αυτή στο μαύρο πλακέ μπουκάλι, η αγαπημένη της και της έκανε εντύπωση, μεγάλη εντύπωση πως σήμερα ο ανάλατος κύριος Αντωνάκης του πέμπτου, δε κουβαλούσε μαζί του εκείνη την γλυκερή, ξηρή μυρωδιά του πούρου του που της έφερνε στο νου κατάδυση σε χιλιάδες καπνόφυλλα ψημένα στον ήλιο της Αβάνας.
Της απάντησε με ύφος σοβαρό, την κοίταξε δε την κοίταξε κάτω από τα γυαλιά του, χαχα η ξιπασμένη του τετάρτου σκέφτηκε μέσα του κι άρχισε να ασχολείται ξανά με την κούτα του..δεν είστε η μόνη που βιάζεται δεσποινίς, μουρμούρισε κι ένα τυπικό χρόνια πολλά και κάθισε ακίνητος με το πρόσωπο στραμμένο προς την έξοδο του ασανσέρ, αφού πάτησε το κουμπί που έγραφε τον αριθμό 4.
Το ασανσέρ
Ίσα που χωρούσαν δύο άτομα στον αργόσυρτο παμπάλαιο ανελκυστήρα, που βαρυγκομώντας ανέβαινε στα ψηλά. Αυτή, κτυπούσε το τακουνάκι της πάνω κάτω ρυθμικά, αυτός πίεζε την μύτη του αριστερού του παπουτσιού στην φυσική εσοχή ανάμεσα στο πλαστικό, βρώμικο δάπεδο και την χαρτόκουτα του, σε πλήρη αμηχανία αμφότεροι.
Δεν πολυχωνεύονταν κι αν μιλούσαν μεταξύ τους ήταν τυπικά κι από ευγένεια. Ήταν υπερβολικά τζιμπζίκα, έτσι την αποκαλούσε αστειευόμενος ο από πεποίθηση εργένης, κάθε φορά που γινόταν ομαδική συγκέντρωση των ενοίκων της πολυκατοικίας και του έμπαινε, συνήθως οι διαφωνίες τους κατέληγαν σε καβγά κι ένα ποτάμι λέξεων προσπαθώντας να πείσουν ο καθένας με τα δικά του επιχειρήματα τον άλλον.
Καπάκι η συνάντηση μετά με τους γείτονες από δίπλα.
Εκεί να δεις κουτσομπολιό, εκεί να δεις καζούρα..
-Σε γουστάρει βρε το κοριτσάκι γι αυτό σου τα λέει χύμα..τον πείραζαν γελώντας πονηρά.
Και να τα κοφτά γελάκια και να οι υπαινιγμοί.
Η διακοπή
Τρεμόπαιξαν τα φώτα..αχ παναγιά μου ακούστηκε η μικρή..
Μπαα τίποτα δεν είναι την καθησύχασε.
Λάθος του γιατί σε δυό λεπτά βυθίστηκαν στο σκοτάδι και το ασανσέρ σταμάτησε μ ένα υπόκωφο γκντουπ σε κάποιο μεσοπάτωμα..
Αχ ακούστηκε ξανά. Ξεφυσούσαν και οι δύο.. Και τώρα;
Άρχισαν να κτυπούν κι οι δυό την πόρτα. Άρχισαν να φωνάζουν. Μάταια. Ψυχή δεν ακουγόταν.
Ουφφφ.. είναι άδεια η οικοδομή..25 του Μάρτη..απόγευμα..είναι νωρίς ακόμη..είπε μ ένα ξεψυχισμένο νάζι η μικρή και έκανε μια απότομη κίνηση, από αυτές που προκύπτουν μετά από έναν έντονο εκνευρισμό.
Σκόνταψε με τη μύτη των παπουτσιών της στην κούτα του. Ψηλάφισε με τα χέρια. Αει στο καλό ..τι είναι πάλι τούτο..βόγκηξε.κι έκατσε πάνω, περισσότερο γιατί της ξέφυγε το κέντρο βάρους του σώματος της παρά γιατι το ήθελε.
Άναψε αναπτήρα. Φώτισαν για λίγο τα πρόσωπα τους.
Χαμογέλασε, την είδε έτσι μια χουφτίτσα γατάκι όλο νάζι και έβγαλε ένα γελάκι πνηχτό.
-Βρε λες να …σκέφτηκε..
Γκουχ γκουχ έβηξε κι έδιωξε με τα χέρια έναν αόρατο εχθρό, που τρύπωνε με το έτσι θέλω στα βάθη του λαιμού του..
Τα χέρια του διώχνωντας βρήκαν το πρόσωπο της, συγγνώμη κύριε Αντωνάκη του είπε .
Αλλά μέσα στο σκοτάδι..μπερδεύτηκαν πρώτα τα χέρια τους, έπειτα οι ανάσες και οι ομιλίες τους..
Βρήκε το πρόσωπο της κι έμεινε εκεί, κι ήταν ένα ελαφρύ άρωμα κολώνιας που τον συνεπήρε, βοήθησε και το σκοτάδι, έμειναν εκεί κι άρχισαν να ψάχνουν και να χαιδεύουν, σιωπηλά, δίχως ήχο, μόνο ανάσα και σκοτάδι και μυρωδιά πλαστικού μαζί με το άρωμα του σώματος της, και του δέρματος του.
Χάιδευε ένα σώμα λεπτό κι ευλύγιστο, του φάνηκε αιώνας έως ότου ακουμπήσει τα χείλη της, έως ότου τα τραβήξει μέσα στα δικά του και νοιώσει την γεύση του στόματος της, αυτού του στόματος που τόσες και τόσες φορές του έβγαζε με αναίδεια γλώσσα στις διάφορες συνεδρίες.
Η Βίκυ δεν έβλεπε μήτε την μύτη της στο σκοτάδι, μόνο αισθανόταν, πρώτα μία απόγνωση, έπειτα πως έπρεπε να δικαιολογηθεί για την απροσδόκητη προσγείωση της και μετά, μετά το σώμα του κυρίου Αντωνάκη του πέμπτου να πέφτει επάνω στο δικό της.
Ούτε που μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί αν τον καλόβλεπε ή όχι, σηκώθηκε όρθια και τον άφησε να μαλάξει τα στήθια της, να της τραβήξει προς τα κάτω το κολάν, να σηκώσει την φούστα της και να τριφτεί επάνω της με πάθος και δύναμη.
Τριβόταν και προσπαθούσε ο Αντωνάκης, άλλωστε ο χρόνος ήταν με το μέρος του, βογγούσε και λαχάνιαζε, μα το μόριο του δεν ακολουθούσε τις σκέψεις του, τις κινήσεις, τον πόθο του..Φούντωνε και κοκκίνιζε, ευτυχώς που τον έκρυβε το σκοτάδι, αγκομαχούσε, τριβόταν και ήλπιζε μα τίποτα..μάταια..
Η κυρία Ειρήνη
Το ασανσέρ, κινιόταν παράλληλα με τον δικό του ρυθμό, γουργούριζε παράξενα και θυμωμένα, σαν να τον επέπλητε για αυτή του την ανικανότητα της στιγμής, τόσο που η κυρία Ειρήνη του δεύτερου, άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε ψηλά..
-Τι γίνεται εκεί επάνω; Φώναξε και ξαναφώναξε μα απάντηση δεν πήρε.
Έπειτα γύρισε στο σπίτι της και πήρε τηλέφωνο την πυροσβεστική.-
Είχαμε διακοπή ρεύματος είπε..μάλλον κάποιοι έχουν κλειστεί στο ασανσέρ και κούνησε το κεφάλι της όλο υπονοούμενα.
-Αμ θα σας βρω εγώ ποιοι είστε πουλάκια μου.σκέφτηκε και γέλασε για το κοτσομπολιό που θα χαιρόταν τις επόμενες μέρες.
Η πυροσβεστική έκανε ένα μισάωρο να έρθει.
Ο κύριος Αντωνάκης .βγήκε με στημένους ώμους και όρθιο το κεφάλι, τινάζοντας το σακκάκι του με ύφος σαράντα καρδηναλίων.
Η Βίκυ ζήτησε ναζιάρικα να την αφήσουν να ψάξει με την ησυχία της το κούμπωμα του σκουλαρικιού της..
Η κυρία Ειρήνη συνέχισε να κουνάει το κεφάλι της όλο υπονοούμενα..βρε δε θα ερχόταν η γειτονισσα η κυρα Μάρθα από το εξοχικό, να δεις πόσα θα είχαν να πουν..
Δεν ξέρω εάν έτυχε ή αν ήταν εσκεμμένο, αλλά ο Αντωνάκης με την Βίκυ δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Ούτε απάντησε σε οποιαδήποτε ερώτηση αφορούσε την ωριαία συμβίωση του μαζί της.. και γιά το ότι αποδείχτηκε ''τζούφιος'' τσιμουδιά.
Κι ας οργίαζε η φαντασία των γειτόνων του..από καζούρα δε..
Αν ήξεραν κι όλας…
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και ξεχώρισε της εξώπορτας. Έκανε ολόκληρη προσπάθεια να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι, κρατώντας με δυσκολία τον σταυρωτό σπάγγο που έδενε μία ολόκληρη κούτα βιβλία με το δεξί, παλιοδιαβασμένα μα χρειαζούμενα για την έρευνα που ετοίμαζε. Ευτυχώς είχε αλλάξει πρόσφατα την κλειδαριά, ως διαχειριστής της πολυκατοικίας και το κλειδί γλυστρούσε αντί να μαγκώνει στο πρώτο γύρισμα δεξιά.
Ανέβηκε ασθμαίνοντας τα είκοσι σκαλιά και κάλεσε το ασανσέρ.
Έσυρε σχεδόν την κούτα με τα βιβλία ως το εσωτερικό του ανελκυστήρα κι έκανε να μπει μέσα, όταν άκουσε μια φωνή..
Η Βίκυ
-Μισό λεπτό..μισό λεπτό..περιμένετε σας παρακαλώ..βιάζομαι.
Ήταν λεπτή και σκερτζόζα, όμορφη όχι, ευγενική ναι, ντυσιματάκι απλό, λιτό και νεανικό, μια φουστίτσα περισσότερο σαν ζώνη φαρδιά περασμένη στους γοφούς, κι ένα κολάν λεπτό σα καλσόν, μπλουζάκι με χαμηλό ντεκολτέ, στήθος μικρό, μπούστο άδειο, λευκό δερμάτινο στο ένα χέρι, στο άλλο τα κλειδιά, σπιτιού, αυτοκινήτου και εξώπορτας, ντλιγκ ντλονγκ όλα στο ίδιο πορτ κλε να ακολουθούν τις κινήσεις χεριών και σώματος με περίσσια χαριτωμενιά και δύναμη.,
Έτρεξε, ή τουλάχιστον έδειξε πως έτρεχε από ευγένεια, που την περίμενε με την πόρτα του ανελκυστήρα ανοιχτή, τακ τακ τα τακουνάκια της στο γλιτσιασμένο μάρμαρο, οικοδομή πολλών διαμερισμάτων, 35 και πάνω, κι ακόμη περισσοτέρων ετών, τι να σου κάνει το συνεργείο καθαρισμού δυό φορές την εβδομάδα και μάλιστα σήμερα μετά από πενθήμερη αργία.
Καλησπέρα μουρμούρισε και κατέλαβε την θέση της στον λιγοστό αέρα του ασανσέρ, ήταν από εκείνα που μπαίνοντας έπρεπε να κλείσεις πίσω σου και δύο μικρά πορτάκια πέρα από την κεντρική, αχ πόσο βιάζομαι κύριε Αντωνάκη μου είπε, χρόνια σας πολλά, περάσατε καλά; κι από μέσα της.. μμχχχ… ο ξυνός του πέμπτου.. ήταν ανάγκη; σκέφτηκε.
Δεν της πέρασε όμως απαρατήρητη η κολώνια του, Calvin Klein, ήταν σίγουρη και μάλιστα αυτή στο μαύρο πλακέ μπουκάλι, η αγαπημένη της και της έκανε εντύπωση, μεγάλη εντύπωση πως σήμερα ο ανάλατος κύριος Αντωνάκης του πέμπτου, δε κουβαλούσε μαζί του εκείνη την γλυκερή, ξηρή μυρωδιά του πούρου του που της έφερνε στο νου κατάδυση σε χιλιάδες καπνόφυλλα ψημένα στον ήλιο της Αβάνας.
Της απάντησε με ύφος σοβαρό, την κοίταξε δε την κοίταξε κάτω από τα γυαλιά του, χαχα η ξιπασμένη του τετάρτου σκέφτηκε μέσα του κι άρχισε να ασχολείται ξανά με την κούτα του..δεν είστε η μόνη που βιάζεται δεσποινίς, μουρμούρισε κι ένα τυπικό χρόνια πολλά και κάθισε ακίνητος με το πρόσωπο στραμμένο προς την έξοδο του ασανσέρ, αφού πάτησε το κουμπί που έγραφε τον αριθμό 4.
Το ασανσέρ
Ίσα που χωρούσαν δύο άτομα στον αργόσυρτο παμπάλαιο ανελκυστήρα, που βαρυγκομώντας ανέβαινε στα ψηλά. Αυτή, κτυπούσε το τακουνάκι της πάνω κάτω ρυθμικά, αυτός πίεζε την μύτη του αριστερού του παπουτσιού στην φυσική εσοχή ανάμεσα στο πλαστικό, βρώμικο δάπεδο και την χαρτόκουτα του, σε πλήρη αμηχανία αμφότεροι.
Δεν πολυχωνεύονταν κι αν μιλούσαν μεταξύ τους ήταν τυπικά κι από ευγένεια. Ήταν υπερβολικά τζιμπζίκα, έτσι την αποκαλούσε αστειευόμενος ο από πεποίθηση εργένης, κάθε φορά που γινόταν ομαδική συγκέντρωση των ενοίκων της πολυκατοικίας και του έμπαινε, συνήθως οι διαφωνίες τους κατέληγαν σε καβγά κι ένα ποτάμι λέξεων προσπαθώντας να πείσουν ο καθένας με τα δικά του επιχειρήματα τον άλλον.
Καπάκι η συνάντηση μετά με τους γείτονες από δίπλα.
Εκεί να δεις κουτσομπολιό, εκεί να δεις καζούρα..
-Σε γουστάρει βρε το κοριτσάκι γι αυτό σου τα λέει χύμα..τον πείραζαν γελώντας πονηρά.
Και να τα κοφτά γελάκια και να οι υπαινιγμοί.
Η διακοπή
Τρεμόπαιξαν τα φώτα..αχ παναγιά μου ακούστηκε η μικρή..
Μπαα τίποτα δεν είναι την καθησύχασε.
Λάθος του γιατί σε δυό λεπτά βυθίστηκαν στο σκοτάδι και το ασανσέρ σταμάτησε μ ένα υπόκωφο γκντουπ σε κάποιο μεσοπάτωμα..
Αχ ακούστηκε ξανά. Ξεφυσούσαν και οι δύο.. Και τώρα;
Άρχισαν να κτυπούν κι οι δυό την πόρτα. Άρχισαν να φωνάζουν. Μάταια. Ψυχή δεν ακουγόταν.
Ουφφφ.. είναι άδεια η οικοδομή..25 του Μάρτη..απόγευμα..είναι νωρίς ακόμη..είπε μ ένα ξεψυχισμένο νάζι η μικρή και έκανε μια απότομη κίνηση, από αυτές που προκύπτουν μετά από έναν έντονο εκνευρισμό.
Σκόνταψε με τη μύτη των παπουτσιών της στην κούτα του. Ψηλάφισε με τα χέρια. Αει στο καλό ..τι είναι πάλι τούτο..βόγκηξε.κι έκατσε πάνω, περισσότερο γιατί της ξέφυγε το κέντρο βάρους του σώματος της παρά γιατι το ήθελε.
Άναψε αναπτήρα. Φώτισαν για λίγο τα πρόσωπα τους.
Χαμογέλασε, την είδε έτσι μια χουφτίτσα γατάκι όλο νάζι και έβγαλε ένα γελάκι πνηχτό.
-Βρε λες να …σκέφτηκε..
Γκουχ γκουχ έβηξε κι έδιωξε με τα χέρια έναν αόρατο εχθρό, που τρύπωνε με το έτσι θέλω στα βάθη του λαιμού του..
Τα χέρια του διώχνωντας βρήκαν το πρόσωπο της, συγγνώμη κύριε Αντωνάκη του είπε .
Αλλά μέσα στο σκοτάδι..μπερδεύτηκαν πρώτα τα χέρια τους, έπειτα οι ανάσες και οι ομιλίες τους..
Βρήκε το πρόσωπο της κι έμεινε εκεί, κι ήταν ένα ελαφρύ άρωμα κολώνιας που τον συνεπήρε, βοήθησε και το σκοτάδι, έμειναν εκεί κι άρχισαν να ψάχνουν και να χαιδεύουν, σιωπηλά, δίχως ήχο, μόνο ανάσα και σκοτάδι και μυρωδιά πλαστικού μαζί με το άρωμα του σώματος της, και του δέρματος του.
Χάιδευε ένα σώμα λεπτό κι ευλύγιστο, του φάνηκε αιώνας έως ότου ακουμπήσει τα χείλη της, έως ότου τα τραβήξει μέσα στα δικά του και νοιώσει την γεύση του στόματος της, αυτού του στόματος που τόσες και τόσες φορές του έβγαζε με αναίδεια γλώσσα στις διάφορες συνεδρίες.
Η Βίκυ δεν έβλεπε μήτε την μύτη της στο σκοτάδι, μόνο αισθανόταν, πρώτα μία απόγνωση, έπειτα πως έπρεπε να δικαιολογηθεί για την απροσδόκητη προσγείωση της και μετά, μετά το σώμα του κυρίου Αντωνάκη του πέμπτου να πέφτει επάνω στο δικό της.
Ούτε που μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί αν τον καλόβλεπε ή όχι, σηκώθηκε όρθια και τον άφησε να μαλάξει τα στήθια της, να της τραβήξει προς τα κάτω το κολάν, να σηκώσει την φούστα της και να τριφτεί επάνω της με πάθος και δύναμη.
Τριβόταν και προσπαθούσε ο Αντωνάκης, άλλωστε ο χρόνος ήταν με το μέρος του, βογγούσε και λαχάνιαζε, μα το μόριο του δεν ακολουθούσε τις σκέψεις του, τις κινήσεις, τον πόθο του..Φούντωνε και κοκκίνιζε, ευτυχώς που τον έκρυβε το σκοτάδι, αγκομαχούσε, τριβόταν και ήλπιζε μα τίποτα..μάταια..
Η κυρία Ειρήνη
Το ασανσέρ, κινιόταν παράλληλα με τον δικό του ρυθμό, γουργούριζε παράξενα και θυμωμένα, σαν να τον επέπλητε για αυτή του την ανικανότητα της στιγμής, τόσο που η κυρία Ειρήνη του δεύτερου, άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε ψηλά..
-Τι γίνεται εκεί επάνω; Φώναξε και ξαναφώναξε μα απάντηση δεν πήρε.
Έπειτα γύρισε στο σπίτι της και πήρε τηλέφωνο την πυροσβεστική.-
Είχαμε διακοπή ρεύματος είπε..μάλλον κάποιοι έχουν κλειστεί στο ασανσέρ και κούνησε το κεφάλι της όλο υπονοούμενα.
-Αμ θα σας βρω εγώ ποιοι είστε πουλάκια μου.σκέφτηκε και γέλασε για το κοτσομπολιό που θα χαιρόταν τις επόμενες μέρες.
Η πυροσβεστική έκανε ένα μισάωρο να έρθει.
Ο κύριος Αντωνάκης .βγήκε με στημένους ώμους και όρθιο το κεφάλι, τινάζοντας το σακκάκι του με ύφος σαράντα καρδηναλίων.
Η Βίκυ ζήτησε ναζιάρικα να την αφήσουν να ψάξει με την ησυχία της το κούμπωμα του σκουλαρικιού της..
Η κυρία Ειρήνη συνέχισε να κουνάει το κεφάλι της όλο υπονοούμενα..βρε δε θα ερχόταν η γειτονισσα η κυρα Μάρθα από το εξοχικό, να δεις πόσα θα είχαν να πουν..
Δεν ξέρω εάν έτυχε ή αν ήταν εσκεμμένο, αλλά ο Αντωνάκης με την Βίκυ δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Ούτε απάντησε σε οποιαδήποτε ερώτηση αφορούσε την ωριαία συμβίωση του μαζί της.. και γιά το ότι αποδείχτηκε ''τζούφιος'' τσιμουδιά.
Κι ας οργίαζε η φαντασία των γειτόνων του..από καζούρα δε..
Αν ήξεραν κι όλας…
Friday, May 02, 2008
Δύο δεν χώρεσαν
Τα βιβλία που μου χάρισες * τα σπάνια λουλούδια που αποξήρανα μέσα σε τετράδια αγαπημένα * τα γράμματα, τυλιγμένα καλά μ εκείνη την μπορντώ σατέν κορδέλλα * το ακριβό άρωμα που μου αγόρασες και δεν φόρεσα ποτέ ούτε μια σταγόνα του * τις ροζ πυτζάμες * το ασημένιο βραχιόλι με τις δύο καρδιές από κόκκαλο χελώνας, έλεγες πως φέρνει γούρι αυτό * τα αποκόμματα των εισητηρίων από εκείνη την παράσταση στο θέατρο * τα χάρτινα ποτήρια με τα υπολείμματα του καφέ * τις λέξεις σου, όλες αυτές τις ατέλειωτες λέξεις σου * το άγγιγμα σου * το γέλιο σου * το λασπωμένο χαρτομάντηλο * τις εικόνες μου, ατέλειωτες εικόνες από ξύλινες γέφυρες, κόκκινα ηλιοβασιλέμματα και κραυγές γλάρων * το ένα σκουλαρίκι που απέμεινε στ αυτιά μου * το βαμβάκι που σκούπιζες το αίμα από το τραύμα μου * τους υγρούς βολβούς των ματιών σου όταν μιλούσες για πράγματα που αγαπούσες πολύ * όλα τα φύλαξα * τακτοποιημένα καλά * σε συρτάρια μυστικά * ερμητικά κλειστά * με άρωμα βανίλιας.
Μόνο δύο όσο κι αν προσπάθησα δεν χώρεσαν πουθενά, κι είναι αυτά που ακόμα τα βράδια με κάνουν να τινάζομαι ξαφνικά, με ιδρώτα στις παλάμες, το ένα ήταν το ψέμμα σου, και το άλλο, εκείνη η αποστροφή του βλέμματος σου, σα να φοβόσουν, όταν μετά βίας συγκρατούσα τα βλέφαρα μου, μη γεμίσουν νερά..
Μόνο δύο όσο κι αν προσπάθησα δεν χώρεσαν πουθενά, κι είναι αυτά που ακόμα τα βράδια με κάνουν να τινάζομαι ξαφνικά, με ιδρώτα στις παλάμες, το ένα ήταν το ψέμμα σου, και το άλλο, εκείνη η αποστροφή του βλέμματος σου, σα να φοβόσουν, όταν μετά βίας συγκρατούσα τα βλέφαρα μου, μη γεμίσουν νερά..
Thursday, May 01, 2008
μία σκέψη κι ένα τραγούδι
Δεν ήταν ''αντίο''
όταν ζήτησα να μη σε ξαναδώ..
Το πραγματικό ''αντίο''
ήρθε αρκετό χρονικό διάστημα μετά..
όταν...
-
-
-
-
-
-
-
κι ένα νοσταλγικό τραγουδάκι από τον Πασχάλη μου, γιά το καλό της ημέρας..μαζί με μιά αγκαλιά λουλούδια..
Subscribe to:
Posts (Atom)
παραμονή
Την ζωή την ακολουθούμε, δεν μας ακολουθεί! Πιστεύω όμως βαθιά, πως όταν κάνουμε μια ευχή μέσα από την καρδιά μας, θα πραγματοποιηθεί....