Tην τριβέλιζε, όμως, που αναδευόταν μέσα της αυτό το κτηνώδες τέρας! που άκουγε κλαράκια να σπάνε κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου του πυκνόφυλλου δάσους, της ψυχής..
που δεν ήταν ποτέ αρκετά ικανοποιημένη ή αρκετά σίγουρη, επειδή ανά πάσα στιγμή θ' αναδευόταν το κτήνος, αυτή η έχθρα που, ιδίως μετά την αρρώστια της, είχε την δύναμη να την κάνει να νιώθει ένα γδάρσιμο, μιά πληγή στην ραχοκοκκαλιά..
της προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη την χαρά της ομορφιάς, της φιλίας, της ευημερίας, της αγάπης που την περιέβαλλε, της φροντίδας να είναι το σπίτι της ένας βράχος ευχάριστος, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες, σαν να μην ήταν ολόκληρη η πανοπλία της ικανοποίησης τίποτε άλλο από φιλαυτία!
αυτή η έχθρα!
απόσπασμα από τό βιβλίο ''η κυρία Νταλογουέι''
της Βιρτζίνια Γουλφ
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Sunday, March 29, 2009
Thursday, March 26, 2009
ο πειρασμός
Περίεργο, μα σήμερα το άκουσα έγκαιρα το ξυπνητήρι.
Δεν αντήχησε ούτε σαν κουδούνισμα τηλεφώνου, ούτε σαν συναγερμός αυτοκινήτου. Ξεκάθαρος, ο κτύπος ενός προγραμματισμένου, επιτραπέζιου, ρολογιού.
Ακολούθησε η φωνή σου, μαλακή και τρυφερή, χάδι στ αυτιά μου.
”Στέλλα θα ξυπνήσεις;”
Σηκώθηκα, σέρνοντας τις χνουδωτές ροζ παντόφλες μου βρέθηκα στην κουζίνα, γέμισα ένα ποτήρι με νερό κι ακόμη με μάτια μισόκλειστα από την νύστα, κατάπια το χάπι μου.
Το ρολόι του σαλονιού, έδειχνε πως είχα γύρω στη μία ώρα χρόνο ώσπου να φύγω γιά το γυμναστήριο.
Το νερό, κύλησε άνοστα ως το στομάχι μου.
Πεινούσα. Τι είχα φάει εχθές; Μεσημεράκι σαλάτα κι ένα βραστό αυγό, γιαούρτι και δημητριακά γιά βραδυνό.
Ένοιωθα κάτι ανάμεσα σε πείνα και πόνο, κι αν ετοιμαζόμουν Τώρα ώστε να φύγω στην ώρα μου γιά το γυμναστήριο, θα έπρεπε να περιμένω ως τη μία παρά τέταρτο γιά να βάλω κάτι στο στόμα μου.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Αποδεδειγμένο πως ποτέ δεν τα έχεις όλα. Ή απολαμβάνεις τις ασκήσεις σου πρωί πρωί ή τρως όπως όλος ο κόσμος το πρωινό σου και αποδέχεσαι τις επιπτώσεις.
Με ζύγισα. Πεινούσα τόσο που έδειχνε αδύνατο να περιμένω ως το μεσημέρι.
Πήρα με βαριά καρδιά την απόφαση.
Άρχισα να αδειάζω το πλυντήριο των πιάτων, έβαλα σ ένα μπρίκι το γάλα μου να ζεσταθεί, γέμισα ένα μπωλ με φλέικς ως επάνω, δυό δαμάσκηνα ξερά και γυμναστήριο παρέμεινε ένα όνειρο γιά σήμερα.
Η σοκολάτα ήταν ξαπλωμένη νωχελικά επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την έβλεπα κάθε που περνούσα πέρα δώθε, την έβλεπα με την άκρη του ματιού, με πλήρη ματιά, από μακριά, από κοντά, ήταν πάντα στο οπτικό μου πεδίο, φαρδιά, πλατιά, κρυμμένη μέσα σ ένα λεπτό, χάρτινο κάλυμα. Υποψιαζόμουν το ποιός την αγόρασε, όπως και το ποιός έφερε αυτόν τον μήνες τώρα απαγορευμένο πειρασμό μέσα στο σπίτι.
Της έριξα ξανά μιά λοξή, αυτή την φορά αναγνωριστική ματιά. Μμμ, ελβετική, γάλακτος, με κρυμμένα κομματάκια πορτοκάλι. Ότι πιό αγαπημένο μου.
Φύγε από μπροστά μου, μουρμούρησα, κι έπιασα να βάζω πλυντήρια, να απλώνω ρούχα, να ζωγραφίζω, να γράφω κείμενα. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή, κι ο ήλιος γρατζουνούσε με τα νυχάκια του την τζαμαρία, στην ανατολική πλευρά του σπιτιού.
Η πείνα όμως, είχε ρίξει άγκυρα στο στομάχι μου. Κοίταξα το ρολόι. Μεσημέριασε. Έβαλα ένα κομμάτι στήθος κοτόπουλου να σιγοψήνεται. Πασπάλισα με αλάτι, και μ εκείνο το καρύκευμα γιά ψητά κρέατα που το κάνει πιό νόστιμο και πιό πικάντικο.
Ψήνω το κοτοπουλάκι μου, αλλά το βλέμμα δε φεύγει από την σοκολάτα, το ωραίο περιτύλιγμα κι το τεράστιο 70% στο κέντρο, που αναφέρεται στην περιεκτικότητα της σε κακάο.
Σιγά μη σε φάω, γύρισα και της είπα με περιφρόνηση. Τόσους μήνες το παλεύω, σιγά μη πέσω στα δικά σου χέρια. Τς, Τς.. (!)
Βάζω το κοτόπουλο σε υψηλή θερμοκρασία να ροδοκοκκινίσει, σε χαμηλή με λίγο νεράκι να σιγοψηθεί, περιποιούμαι και το μπρόκολο, αλατάκι, ελάχιστο λαδάκι, λεμονάκι, ετοιμάζω ένα μεγάλο πιάτο, μουστάρδα σπέσιαλ και μιαμμμ.. επιτέλους τρώω. Τρώω, μα συνεχίζω να πεινάω, λέω που θα πάει θα μου φύγει το συναίσθημα, μόλις τελειώσει και η τελευταία πηρουνιά.
Ξεπλένω το πιάτο μου, κι ακόμη πεινάω.
Βάζω ξανά το μπρίκι και τσάι να ψήνεται στη φωτιά.
Λοξή ματιά στο τραπέζι, κι η σοκολάτα ακόμη εκεί. Πάω από πάνω και λιγουρεύομαι την φωτογραφία. Ααα όχι της απαντώ, δεν θα σου κάνω την χάρη.
Πίνω με μικρές γουλιές το τσάι, χαζεύω στο διαδίκτυο.
Ξεπλένω το φλυτζάνι στο νεροχύτη. Με τυφλώνει ο ήλιος που μπαίνει στην κουζίνα μέσα από το παράθυρο, ακριβώς πάνω από την βρύση.
Πεινάω. Παίρνω στα χέρια μου την σοκολάτα, σαν να τρέμουν λίγο, η καρδιά μου χτυπά ίσαμε δέκα χτύπους γρηγορότερα, σκίζω το εξωτερικό λεπτό χαρτόνι συσκευασίας και χριτςςς.. ξετυλίγω το χρυσόχαρτο.
Κόβω ένα κομμάτι, το φέρνω στο στόμα μου.
Δοκιμάζω. Μμμ.. Αποκορύφωμα γεύσης!
Το πρώτο κομμάτι έφερε το δεύτερο, το τρίτο.
Τι να σας πω, κι αυτή τη στιγμή που γράφω στο πληκτρολόγιο, κρατάω μμμ.. ένα κομμάτι στο χέρι το αριστερό μμμ.. και γράφω με το δεξί.
Τελικά, εάν πήγαινα στο γυμναστήριο.. αν λέω..
Δεν αντήχησε ούτε σαν κουδούνισμα τηλεφώνου, ούτε σαν συναγερμός αυτοκινήτου. Ξεκάθαρος, ο κτύπος ενός προγραμματισμένου, επιτραπέζιου, ρολογιού.
Ακολούθησε η φωνή σου, μαλακή και τρυφερή, χάδι στ αυτιά μου.
”Στέλλα θα ξυπνήσεις;”
Σηκώθηκα, σέρνοντας τις χνουδωτές ροζ παντόφλες μου βρέθηκα στην κουζίνα, γέμισα ένα ποτήρι με νερό κι ακόμη με μάτια μισόκλειστα από την νύστα, κατάπια το χάπι μου.
Το ρολόι του σαλονιού, έδειχνε πως είχα γύρω στη μία ώρα χρόνο ώσπου να φύγω γιά το γυμναστήριο.
Το νερό, κύλησε άνοστα ως το στομάχι μου.
Πεινούσα. Τι είχα φάει εχθές; Μεσημεράκι σαλάτα κι ένα βραστό αυγό, γιαούρτι και δημητριακά γιά βραδυνό.
Ένοιωθα κάτι ανάμεσα σε πείνα και πόνο, κι αν ετοιμαζόμουν Τώρα ώστε να φύγω στην ώρα μου γιά το γυμναστήριο, θα έπρεπε να περιμένω ως τη μία παρά τέταρτο γιά να βάλω κάτι στο στόμα μου.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Αποδεδειγμένο πως ποτέ δεν τα έχεις όλα. Ή απολαμβάνεις τις ασκήσεις σου πρωί πρωί ή τρως όπως όλος ο κόσμος το πρωινό σου και αποδέχεσαι τις επιπτώσεις.
Με ζύγισα. Πεινούσα τόσο που έδειχνε αδύνατο να περιμένω ως το μεσημέρι.
Πήρα με βαριά καρδιά την απόφαση.
Άρχισα να αδειάζω το πλυντήριο των πιάτων, έβαλα σ ένα μπρίκι το γάλα μου να ζεσταθεί, γέμισα ένα μπωλ με φλέικς ως επάνω, δυό δαμάσκηνα ξερά και γυμναστήριο παρέμεινε ένα όνειρο γιά σήμερα.
Η σοκολάτα ήταν ξαπλωμένη νωχελικά επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την έβλεπα κάθε που περνούσα πέρα δώθε, την έβλεπα με την άκρη του ματιού, με πλήρη ματιά, από μακριά, από κοντά, ήταν πάντα στο οπτικό μου πεδίο, φαρδιά, πλατιά, κρυμμένη μέσα σ ένα λεπτό, χάρτινο κάλυμα. Υποψιαζόμουν το ποιός την αγόρασε, όπως και το ποιός έφερε αυτόν τον μήνες τώρα απαγορευμένο πειρασμό μέσα στο σπίτι.
Της έριξα ξανά μιά λοξή, αυτή την φορά αναγνωριστική ματιά. Μμμ, ελβετική, γάλακτος, με κρυμμένα κομματάκια πορτοκάλι. Ότι πιό αγαπημένο μου.
Φύγε από μπροστά μου, μουρμούρησα, κι έπιασα να βάζω πλυντήρια, να απλώνω ρούχα, να ζωγραφίζω, να γράφω κείμενα. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή, κι ο ήλιος γρατζουνούσε με τα νυχάκια του την τζαμαρία, στην ανατολική πλευρά του σπιτιού.
Η πείνα όμως, είχε ρίξει άγκυρα στο στομάχι μου. Κοίταξα το ρολόι. Μεσημέριασε. Έβαλα ένα κομμάτι στήθος κοτόπουλου να σιγοψήνεται. Πασπάλισα με αλάτι, και μ εκείνο το καρύκευμα γιά ψητά κρέατα που το κάνει πιό νόστιμο και πιό πικάντικο.
Ψήνω το κοτοπουλάκι μου, αλλά το βλέμμα δε φεύγει από την σοκολάτα, το ωραίο περιτύλιγμα κι το τεράστιο 70% στο κέντρο, που αναφέρεται στην περιεκτικότητα της σε κακάο.
Σιγά μη σε φάω, γύρισα και της είπα με περιφρόνηση. Τόσους μήνες το παλεύω, σιγά μη πέσω στα δικά σου χέρια. Τς, Τς.. (!)
Βάζω το κοτόπουλο σε υψηλή θερμοκρασία να ροδοκοκκινίσει, σε χαμηλή με λίγο νεράκι να σιγοψηθεί, περιποιούμαι και το μπρόκολο, αλατάκι, ελάχιστο λαδάκι, λεμονάκι, ετοιμάζω ένα μεγάλο πιάτο, μουστάρδα σπέσιαλ και μιαμμμ.. επιτέλους τρώω. Τρώω, μα συνεχίζω να πεινάω, λέω που θα πάει θα μου φύγει το συναίσθημα, μόλις τελειώσει και η τελευταία πηρουνιά.
Ξεπλένω το πιάτο μου, κι ακόμη πεινάω.
Βάζω ξανά το μπρίκι και τσάι να ψήνεται στη φωτιά.
Λοξή ματιά στο τραπέζι, κι η σοκολάτα ακόμη εκεί. Πάω από πάνω και λιγουρεύομαι την φωτογραφία. Ααα όχι της απαντώ, δεν θα σου κάνω την χάρη.
Πίνω με μικρές γουλιές το τσάι, χαζεύω στο διαδίκτυο.
Ξεπλένω το φλυτζάνι στο νεροχύτη. Με τυφλώνει ο ήλιος που μπαίνει στην κουζίνα μέσα από το παράθυρο, ακριβώς πάνω από την βρύση.
Πεινάω. Παίρνω στα χέρια μου την σοκολάτα, σαν να τρέμουν λίγο, η καρδιά μου χτυπά ίσαμε δέκα χτύπους γρηγορότερα, σκίζω το εξωτερικό λεπτό χαρτόνι συσκευασίας και χριτςςς.. ξετυλίγω το χρυσόχαρτο.
Κόβω ένα κομμάτι, το φέρνω στο στόμα μου.
Δοκιμάζω. Μμμ.. Αποκορύφωμα γεύσης!
Το πρώτο κομμάτι έφερε το δεύτερο, το τρίτο.
Τι να σας πω, κι αυτή τη στιγμή που γράφω στο πληκτρολόγιο, κρατάω μμμ.. ένα κομμάτι στο χέρι το αριστερό μμμ.. και γράφω με το δεξί.
Τελικά, εάν πήγαινα στο γυμναστήριο.. αν λέω..
Monday, March 23, 2009
το κόκκινο φουστάνι
Ήμουν στην έκτη δημοτικού.
Νεοφερμένη στο συγκεκριμένο σχολείο, γιατί μόλις πριν λίγες μέρες είχαμε μετακομίσει σ αυτή την γειτονιά, στην οποία βρίσκομαι ως και σήμερα.
Ένα πανέμορφο νεοκλασσικό, βαμμένο σε κάποια σκούρα απόχρωση της ώχρας. Ήταν το τρίτο σχολείο που άλλαζα μέσα σε τρια χρόνια, μα το πρώτο ως προς το ότι δεν γνώριζα κανέναν. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, προσπαθούσα να προσαρμοστώ και στην σχέση μου με τους συμμαθητές μου, και στα καινούργια μαθήματα.
Είχε μιά μεγάλη αυλή, με δυό δέντρα, μία σειρά από βρύσες και κατά μήκος της κυρίας εισόδου, αλλά και της πίσω, ψηλά επιβλητικά κάγκελα.
Γρήγορα, κατά την διάρκεια του διαλείματος, έμαθα να κρεμάω τις φούχτες μου έξω από αυτά τα κάγκελα γεμάτες δραχμές γιά να εξασφαλίσω το σάντουιτς, ένα ψωμάκι κι ένα βραστό νόστιμο λουκάνικο, από τον μόνιμα εγκαταστημένο απ έξω πλανόδιο πωλητή.
Ακόμη πιό γρήγορα, έμαθα πως ο δάσκαλος μας, όσο καλός κι αν μου είχε φανεί από την αρχή, είχε τις ''στιγμές''του. Και πως όπως σε όλες τις τάξεις υπήρχαν και κάποια παιδιά πολύ άτακτα. Και πως όταν αυτά τα ζωηρά παιδιά ήθελαν να εκτονωθούν, αλοίμονο ο δάσκαλος ξεσπούσε επάνω σε όλους εμάς, τους υπόλοιπους. Στη σειρά λοιπόν και με ανοιχτή την παλάμη εμείς, έτοιμος, με μιά μακριά και λεπτή βέργα αυτός.
Οι μέρες περνούσαν, κι ακόμη πιό γρήγορα οι μήνες..
Η Άνοιξη, είχε φουντώσει τα δύο δέντρα της αυλής, τα παλτά είχαν βγει και φαινόταν καθαρά πιά οι ποδιές των κοριτσιών, σ εκείνο το μπλε του λουλακιού και της σημαίας, εκείνο το μπλε που τόσο αντιπάθησα, κι έπειτα αγάπησα, αλλά αργότερα, πολύ πολύ αργότερα αυτό. Ποδιές με λευκούς γυακάδες τα κορίτσια, κοντά παντελόνια τα αγόρια.
Και τώρα που μιλάω γιά τα αγόρια, ότι έχει απομείνει στην μνήμη μου είναι φάτσες αδύνατες και παχουλές, με χείλια απορημένα και αυτιά να ξεχωρίζουν από τα κοντά κουρεμμένα μαλλιά, όλο ερωτηματικά. Πόδια γυμνά να κλωτσούν μία μπάλα και στόματα να μασουλούν τσίχλες, καραμέλες κι όλα τα παρεμφερή.
Φαίνεται, και δε μπορώ να θυμηθώ το τι και το πως, φαίνεται πως η ποδιά, ήταν μιά υποχρέωση κάπως ελαστική τότε, ίσως επειδή είμασταν ακόμη μικρά. Δηλ. αργότερα, στο γυμνάσιο, και γιά τα έξι χρόνια, δεν θα υπήρχε ποτέ έστω και το παραμικρό περιθώριο να πάμε στο σχολείο δίχως την αμφίεση της ποδιάς.
Εκείνη την Άνοιξη όμως, ερχόταν πολλές συμμαθήτριες μου, με ένα φόρεμα, μιά φούστα μπλούζα κλπ.
Είχα από το προηγούμενο καλοκαίρι, ένα φόρεμα καρώ, λευκό με κοκκινοπορτοκαλί. Ζωνάκι στην μέση, φουσκίτσα μανικάκι, δέκα πόντους σφηγκοφωλιά κάτω από το στήθος και ραμμένο σε μοδίστρα περιοπής.
Το φόρεσα εκείνο το πρωινό με μεγάλη χαρά, βλέπετε ήταν το αγαπημένο μου.
Κουνάμενη σεινάμενη, πήγα στο σχολείο, αφού πέρασα από το περίπτερο της κυρα Αλεξάνδρας κι αγόρασα από εκείνα τα κυλινδρικά τα τυλιγμένα με χαρτί που τα αποκαλούσαμε ''τύχες''.
Ένοιωθα πολύ ανεβασμένη. Παίζαμε κυνηγητό με τις φίλες μου και κέρδιζα. Ήταν η τυχερή μου μέρα.
Σε κάποια στιγμή, καθώς έτρεχα, βλέπω, όχι τον δάσκαλο μου, μα έναν άλλο δάσκαλο που πιθανόν να ήταν ο διευθυντής, ψηλά στο πλατύσκαλο, πλάι στη σημαία, να με παρατηρεί και να μου γνέφει με το χέρι να πάω προς τα εκεί.
Ροδοκοκκινισμένη, από το παιχνίδι κι από την ντροπή μου, ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά που θα με οδηγούσαν δίπλα του.
''Πως σε λένε;''
''Στέλλα, Στέλλα Β.''
Το είπα με περηφάνεια, στ αλήθεια, πάντα έλεγα το όνομα μου με περηφάνεια, πίστευα πως προφέροντας το με το σωστό τρόπο, αυτόματα ανέβαινα στα μάτια αυτού που ούτως ή άλλως δεν με γνώριζε προσωπικά.
Το πρόσωπο μου θα πρέπει να είχε στρογγυλέψει πολύ, όχι τόσο επειδή εκείνο τον καιρό, ήμουν ένα μικρό παχουλό κοριτσάκι αλλά από την επιθυμία να ακούσω από στόμα εκείνου του δασκάλου, κάτι καλό, κάτι θετικό. Δεν ήξερα τι, αλλά έτσι πάντα τους φανταζόμουν του δασκάλους. Γλυκομίλητους!
''Αυτό το φόρεμα να μην το ξαναφορέσεις.''
Η φωνή του ήταν σκληρή, και το χέρι του απειλητικό.
Γύρισα κι έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο.
Τριανταέξι χρόνια μετά, έχω ακόμη την απορία. Γιατί;
Είναι από τις μνήμες που έρχονται πολλές φορές και φεύγουν. Έδωσα διάφορες απαντήσεις, διαφορετικές την κάθε φορά.
Τη μιά είπα πως ίσως να του φάνηκε, πάνω στο παιχνίδι, πως είδε το βρακί μου.
Την άλλη πως σίγουρα ήταν πολύ λεπτό το ύφασμα του φορέματος μου, άρα ναι φαινόταν σίγουρα το βρακί μου.
Σκέφτηκα ακόμη, πως εκείνη την μέρα, εκείνος ο δάσκαλος, είδε ένα χαρούμενο παιδί και είπε ''ας του την σπάσω.''
Την προηγούμενη εβδομάδα, συνάντησα ένα παιδί, ας είναι καλά το διαδίκτυο και τα τερτίπια του, ομολογουμένως πολύ νεώτερος μου, όλως περιέργως συνομίληκος και κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου αυτό το δημοτικό όπου είμασταν και οι δύο μαθητές, την ίδια χρονιά, στην ίδια τάξη, αλλά με διαφορετικούς δασκάλους.
Πριν λίγο, σκεφτόμουν και πάλι το συγκεκριμένο συμβάν, και λέω, κοίτα να δεις, αυτός, ο τότε δάσκαλος, δεν ήταν που το βρακί μου δεν ήθελε να βλέπει, ούτε από τι ύφασμα ήταν το φουστάνι μου τον ενδιέφερε.
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις, τον έκαναν να βλέπει τα πορτοκαλοκόκκινα μέρη του ρούχου μου, όπως ο ταύρος στην αρένα το κόκκινο του πανί.
Έτσι!!!
υ.γ. Αφιερωμένο στον Νίκο που μου θύμησε.
Νεοφερμένη στο συγκεκριμένο σχολείο, γιατί μόλις πριν λίγες μέρες είχαμε μετακομίσει σ αυτή την γειτονιά, στην οποία βρίσκομαι ως και σήμερα.
Ένα πανέμορφο νεοκλασσικό, βαμμένο σε κάποια σκούρα απόχρωση της ώχρας. Ήταν το τρίτο σχολείο που άλλαζα μέσα σε τρια χρόνια, μα το πρώτο ως προς το ότι δεν γνώριζα κανέναν. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, προσπαθούσα να προσαρμοστώ και στην σχέση μου με τους συμμαθητές μου, και στα καινούργια μαθήματα.
Είχε μιά μεγάλη αυλή, με δυό δέντρα, μία σειρά από βρύσες και κατά μήκος της κυρίας εισόδου, αλλά και της πίσω, ψηλά επιβλητικά κάγκελα.
Γρήγορα, κατά την διάρκεια του διαλείματος, έμαθα να κρεμάω τις φούχτες μου έξω από αυτά τα κάγκελα γεμάτες δραχμές γιά να εξασφαλίσω το σάντουιτς, ένα ψωμάκι κι ένα βραστό νόστιμο λουκάνικο, από τον μόνιμα εγκαταστημένο απ έξω πλανόδιο πωλητή.
Ακόμη πιό γρήγορα, έμαθα πως ο δάσκαλος μας, όσο καλός κι αν μου είχε φανεί από την αρχή, είχε τις ''στιγμές''του. Και πως όπως σε όλες τις τάξεις υπήρχαν και κάποια παιδιά πολύ άτακτα. Και πως όταν αυτά τα ζωηρά παιδιά ήθελαν να εκτονωθούν, αλοίμονο ο δάσκαλος ξεσπούσε επάνω σε όλους εμάς, τους υπόλοιπους. Στη σειρά λοιπόν και με ανοιχτή την παλάμη εμείς, έτοιμος, με μιά μακριά και λεπτή βέργα αυτός.
Οι μέρες περνούσαν, κι ακόμη πιό γρήγορα οι μήνες..
Η Άνοιξη, είχε φουντώσει τα δύο δέντρα της αυλής, τα παλτά είχαν βγει και φαινόταν καθαρά πιά οι ποδιές των κοριτσιών, σ εκείνο το μπλε του λουλακιού και της σημαίας, εκείνο το μπλε που τόσο αντιπάθησα, κι έπειτα αγάπησα, αλλά αργότερα, πολύ πολύ αργότερα αυτό. Ποδιές με λευκούς γυακάδες τα κορίτσια, κοντά παντελόνια τα αγόρια.
Και τώρα που μιλάω γιά τα αγόρια, ότι έχει απομείνει στην μνήμη μου είναι φάτσες αδύνατες και παχουλές, με χείλια απορημένα και αυτιά να ξεχωρίζουν από τα κοντά κουρεμμένα μαλλιά, όλο ερωτηματικά. Πόδια γυμνά να κλωτσούν μία μπάλα και στόματα να μασουλούν τσίχλες, καραμέλες κι όλα τα παρεμφερή.
Φαίνεται, και δε μπορώ να θυμηθώ το τι και το πως, φαίνεται πως η ποδιά, ήταν μιά υποχρέωση κάπως ελαστική τότε, ίσως επειδή είμασταν ακόμη μικρά. Δηλ. αργότερα, στο γυμνάσιο, και γιά τα έξι χρόνια, δεν θα υπήρχε ποτέ έστω και το παραμικρό περιθώριο να πάμε στο σχολείο δίχως την αμφίεση της ποδιάς.
Εκείνη την Άνοιξη όμως, ερχόταν πολλές συμμαθήτριες μου, με ένα φόρεμα, μιά φούστα μπλούζα κλπ.
Είχα από το προηγούμενο καλοκαίρι, ένα φόρεμα καρώ, λευκό με κοκκινοπορτοκαλί. Ζωνάκι στην μέση, φουσκίτσα μανικάκι, δέκα πόντους σφηγκοφωλιά κάτω από το στήθος και ραμμένο σε μοδίστρα περιοπής.
Το φόρεσα εκείνο το πρωινό με μεγάλη χαρά, βλέπετε ήταν το αγαπημένο μου.
Κουνάμενη σεινάμενη, πήγα στο σχολείο, αφού πέρασα από το περίπτερο της κυρα Αλεξάνδρας κι αγόρασα από εκείνα τα κυλινδρικά τα τυλιγμένα με χαρτί που τα αποκαλούσαμε ''τύχες''.
Ένοιωθα πολύ ανεβασμένη. Παίζαμε κυνηγητό με τις φίλες μου και κέρδιζα. Ήταν η τυχερή μου μέρα.
Σε κάποια στιγμή, καθώς έτρεχα, βλέπω, όχι τον δάσκαλο μου, μα έναν άλλο δάσκαλο που πιθανόν να ήταν ο διευθυντής, ψηλά στο πλατύσκαλο, πλάι στη σημαία, να με παρατηρεί και να μου γνέφει με το χέρι να πάω προς τα εκεί.
Ροδοκοκκινισμένη, από το παιχνίδι κι από την ντροπή μου, ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά που θα με οδηγούσαν δίπλα του.
''Πως σε λένε;''
''Στέλλα, Στέλλα Β.''
Το είπα με περηφάνεια, στ αλήθεια, πάντα έλεγα το όνομα μου με περηφάνεια, πίστευα πως προφέροντας το με το σωστό τρόπο, αυτόματα ανέβαινα στα μάτια αυτού που ούτως ή άλλως δεν με γνώριζε προσωπικά.
Το πρόσωπο μου θα πρέπει να είχε στρογγυλέψει πολύ, όχι τόσο επειδή εκείνο τον καιρό, ήμουν ένα μικρό παχουλό κοριτσάκι αλλά από την επιθυμία να ακούσω από στόμα εκείνου του δασκάλου, κάτι καλό, κάτι θετικό. Δεν ήξερα τι, αλλά έτσι πάντα τους φανταζόμουν του δασκάλους. Γλυκομίλητους!
''Αυτό το φόρεμα να μην το ξαναφορέσεις.''
Η φωνή του ήταν σκληρή, και το χέρι του απειλητικό.
Γύρισα κι έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο.
Τριανταέξι χρόνια μετά, έχω ακόμη την απορία. Γιατί;
Είναι από τις μνήμες που έρχονται πολλές φορές και φεύγουν. Έδωσα διάφορες απαντήσεις, διαφορετικές την κάθε φορά.
Τη μιά είπα πως ίσως να του φάνηκε, πάνω στο παιχνίδι, πως είδε το βρακί μου.
Την άλλη πως σίγουρα ήταν πολύ λεπτό το ύφασμα του φορέματος μου, άρα ναι φαινόταν σίγουρα το βρακί μου.
Σκέφτηκα ακόμη, πως εκείνη την μέρα, εκείνος ο δάσκαλος, είδε ένα χαρούμενο παιδί και είπε ''ας του την σπάσω.''
Την προηγούμενη εβδομάδα, συνάντησα ένα παιδί, ας είναι καλά το διαδίκτυο και τα τερτίπια του, ομολογουμένως πολύ νεώτερος μου, όλως περιέργως συνομίληκος και κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου αυτό το δημοτικό όπου είμασταν και οι δύο μαθητές, την ίδια χρονιά, στην ίδια τάξη, αλλά με διαφορετικούς δασκάλους.
Πριν λίγο, σκεφτόμουν και πάλι το συγκεκριμένο συμβάν, και λέω, κοίτα να δεις, αυτός, ο τότε δάσκαλος, δεν ήταν που το βρακί μου δεν ήθελε να βλέπει, ούτε από τι ύφασμα ήταν το φουστάνι μου τον ενδιέφερε.
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις, τον έκαναν να βλέπει τα πορτοκαλοκόκκινα μέρη του ρούχου μου, όπως ο ταύρος στην αρένα το κόκκινο του πανί.
Έτσι!!!
υ.γ. Αφιερωμένο στον Νίκο που μου θύμησε.
Monday, March 09, 2009
Sunday, March 08, 2009
Friday, March 06, 2009
48 λέμε..
-48 !
-48 τι;
-12.48. Ραντεβού στην οδό .... Νο 48.
-Ουφ, είπα κι εγώ, o.k. θα είμαι συνεπής στην ώρα μου!
Και θα γεμίσω τις τσέπες μου με στίχους γεμάτους άνοιξη κι ευχές..
Ευχη δενω στην κλωστη
τη βανω να γυρισει
ασπρη να βαφει τη ψυχη
και χρονια να χαριζει
Μαρτη μυρισε βροχή
γεννεθλια προικιζει
κοκκινη κραταει τη ζωη
ψιχαλα λαμπυριζει
Ασφοδελα και ναρκισσοι
ανθη και παπαρουνες
ναναι οι χρονοι σου πολλοι
μ' ανεπαισθητες μπουτζουρες
Ευχη δενω στη κλωστη
φυσαω να στην στειλω
ασπρη να βαφει τη ψυχη
μ' ανατολη και ηλιο ._
όπως ακριβώς μου τους χάρισε η ορέλια !!!
-48 τι;
-12.48. Ραντεβού στην οδό .... Νο 48.
-Ουφ, είπα κι εγώ, o.k. θα είμαι συνεπής στην ώρα μου!
Και θα γεμίσω τις τσέπες μου με στίχους γεμάτους άνοιξη κι ευχές..
Ευχη δενω στην κλωστη
τη βανω να γυρισει
ασπρη να βαφει τη ψυχη
και χρονια να χαριζει
Μαρτη μυρισε βροχή
γεννεθλια προικιζει
κοκκινη κραταει τη ζωη
ψιχαλα λαμπυριζει
Ασφοδελα και ναρκισσοι
ανθη και παπαρουνες
ναναι οι χρονοι σου πολλοι
μ' ανεπαισθητες μπουτζουρες
Ευχη δενω στη κλωστη
φυσαω να στην στειλω
ασπρη να βαφει τη ψυχη
μ' ανατολη και ηλιο ._
όπως ακριβώς μου τους χάρισε η ορέλια !!!
Thursday, March 05, 2009
βροχή του Μάρτη
Δυό νότες υγρές και συννεφιασμένες τρυπώνουν σε μία κόκκινη και μία άσπρη κλωστή που μπλέκονται στον καρπό μου.
Πάει καιρός που πέταξα σε ένα κάδο αχρήστων τα συναισθήματα μου.
Από τότε γυμνή, απέκτησα την συνήθεια να σκαλίζω τα σκουπίδια των δρόμων, όποτε με κρύβει το σκοτάδι.
Ανακαλύπτω ερωτηματικά. Κολλούν επάνω μου, γλύφουν και φεύγουν.
Το κοντέρ, ξεκουράζεται στην πλαγιά ενός τεράστιου ''Ο''.
Άραγε αυτό ήταν η λύτρωση γιά την οποία τόσος λόγος έγινε;
Θέλω απελπισμένα δυό γουλιές καφέ, κι ένα τσιγάρο. Δυό γουλιές χειμωνιάτικες, ζεστές!!!
Πάει καιρός που πέταξα σε ένα κάδο αχρήστων τα συναισθήματα μου.
Από τότε γυμνή, απέκτησα την συνήθεια να σκαλίζω τα σκουπίδια των δρόμων, όποτε με κρύβει το σκοτάδι.
Ανακαλύπτω ερωτηματικά. Κολλούν επάνω μου, γλύφουν και φεύγουν.
Το κοντέρ, ξεκουράζεται στην πλαγιά ενός τεράστιου ''Ο''.
Άραγε αυτό ήταν η λύτρωση γιά την οποία τόσος λόγος έγινε;
Θέλω απελπισμένα δυό γουλιές καφέ, κι ένα τσιγάρο. Δυό γουλιές χειμωνιάτικες, ζεστές!!!
Wednesday, March 04, 2009
ο έρωτας
Monday, March 02, 2009
Subscribe to:
Posts (Atom)
στο σύνολο
Σιγά σιγά μαθαίνεις, πως οι άνθρωποι με τους οποίους δεν μπόρεσες να νιώσεις αυτό το ''αβίαστα αφήνομαι'' είναι άνθρωποι...