Χρόνια αργότερα, μπορεί να μιλάμε για αυτή τη μέρα, το πώς μας έλκυε η ιδέα να πάμε να πιούμε καφέ στη θάλασσα και πως διαλέξαμε αυτό τον τόπο, πως ανεβήκαμε στο μικρό κόκκινο φίατ φιέστα, πως κινήσαμε για εκεί αλλά μας έβγαλε αλλού, γιατί για κάποιο λόγο ακολουθήσαμε λάθος δρόμο. Πώς καθήσαμε κάτω από τις τεράστιες ομπρέλλες, και ήταν ωραία κάτω από τη σκιά, παραγγείλαμε καφέδες, ο νεαρός σερβιτόρος επανέλαβε τρεις φορές τον μέτριο φρέντο καπουτσίνο που του ζήτησα και στο τέλος γελάσαμε, ο καφές είχε μπόλικο αφρόγαλα που μου αρέσει, η μελαχροινή κοπέλλα απέναντι μιλούσε με χοντρή φωνή νταλικιέρη, η θάλασσα ήταν ήρεμη, οι ξαπλώστρες περίμεναν, υπήρχαν παρέες που έκαναν με τα μαγιώ τους ηλιοθεραπεία, η μαύρη ζητιάνα ξεγελώντας μας, άρπαξε ένα δίευρω, σου είπα δεν τις συμπαθώ αυτές γιατί έχουν πολύ κακία μέσα στο βλέμμα τους και επειδή ουσιαστικά πουλάνε τα παιδιά τους γυρνώντας τα από δω κι από κει, θυμηθήκαμε τα χρόνια που είμασταν παιδιά και που το ''κλιν'' είχε μέσα στρατιωτάκια, και το ''tide'' γυάλινα φλυτζάνια του καφέ σε διάφανο χρυσαφί χρώμα, δεν άρεσαν στη μαμά μου σου είπα και δεν τα έψαχνε, μετά θυμήθηκαμε τα άλμπουμ που κολούσαμε τα χαρτάκια κι άμα συμπλήρωνες όλες τις σελίδες κέρδιζες ένα ποδήλατο, και την κόκκινη βαλιτσούλα μου που την είχα γεμάτη με χαρτάκια από τις σοκολάτες τις melo, που ήταν γάλακτος, λεπτές και πάρα πολύ νόστιμες και πως αυτά τα χαρτάκια ήταν η αδυναμία μου γιατί απεικόνιζαν φιγούρες από έργα του Walt Disney.
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Sunday, May 13, 2018
μια Κυριακή
Χρόνια αργότερα, μπορεί να μιλάμε για αυτή τη μέρα, το πώς μας έλκυε η ιδέα να πάμε να πιούμε καφέ στη θάλασσα και πως διαλέξαμε αυτό τον τόπο, πως ανεβήκαμε στο μικρό κόκκινο φίατ φιέστα, πως κινήσαμε για εκεί αλλά μας έβγαλε αλλού, γιατί για κάποιο λόγο ακολουθήσαμε λάθος δρόμο. Πώς καθήσαμε κάτω από τις τεράστιες ομπρέλλες, και ήταν ωραία κάτω από τη σκιά, παραγγείλαμε καφέδες, ο νεαρός σερβιτόρος επανέλαβε τρεις φορές τον μέτριο φρέντο καπουτσίνο που του ζήτησα και στο τέλος γελάσαμε, ο καφές είχε μπόλικο αφρόγαλα που μου αρέσει, η μελαχροινή κοπέλλα απέναντι μιλούσε με χοντρή φωνή νταλικιέρη, η θάλασσα ήταν ήρεμη, οι ξαπλώστρες περίμεναν, υπήρχαν παρέες που έκαναν με τα μαγιώ τους ηλιοθεραπεία, η μαύρη ζητιάνα ξεγελώντας μας, άρπαξε ένα δίευρω, σου είπα δεν τις συμπαθώ αυτές γιατί έχουν πολύ κακία μέσα στο βλέμμα τους και επειδή ουσιαστικά πουλάνε τα παιδιά τους γυρνώντας τα από δω κι από κει, θυμηθήκαμε τα χρόνια που είμασταν παιδιά και που το ''κλιν'' είχε μέσα στρατιωτάκια, και το ''tide'' γυάλινα φλυτζάνια του καφέ σε διάφανο χρυσαφί χρώμα, δεν άρεσαν στη μαμά μου σου είπα και δεν τα έψαχνε, μετά θυμήθηκαμε τα άλμπουμ που κολούσαμε τα χαρτάκια κι άμα συμπλήρωνες όλες τις σελίδες κέρδιζες ένα ποδήλατο, και την κόκκινη βαλιτσούλα μου που την είχα γεμάτη με χαρτάκια από τις σοκολάτες τις melo, που ήταν γάλακτος, λεπτές και πάρα πολύ νόστιμες και πως αυτά τα χαρτάκια ήταν η αδυναμία μου γιατί απεικόνιζαν φιγούρες από έργα του Walt Disney.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Twas The Night Before Christmas
Οι άνθρωποι θέλουν διπλωματικές απαντήσεις κι εμένα δεν μ αρέσει καθόλου να είμαι ευέλικτος, είπε ο λαγός. Έτσι κι αλλιώς είχε συνηθίσει...
Πόσα υπέροχα πράγματα θυμήθηκες τώρα σε ένα τόσο δα αφηγηματικό κείμενο.....!
ReplyDeleteΠαρέλαση αναμνήσεων.
Μοναδική η αίσθηση που αφήνει ο λόγος σου.
Καλή βδομάδα.