Tο θυμωμένο ασημί της θάλασσας υπογράμμισε το τέλος του Αυγούστου. Επίσημα πιά. Με χαρτιά και βούλες κι ένα πρωινό όλο δροσιά. Μόνο η βροχή μένει στις λέξεις.
Μαλώνει μ έναν αέρα μανιασμένο και φοβισμένη κρύβεται πίσω από τα βουνά. Μέσα σε ερειπωμένα σπίτια και κήπους που μυρίζουν εγκατάλειψη. Φτιάχνει μαζί του συμφωνίες από εκείνες που δεν τις τηρεί κανείς.
Δεδομένο, προβλέψιμο και εν τέλει άμεμπτο.
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Sunday, August 31, 2008
Friday, August 29, 2008
πέρασε κι αυτό
Ένα αεράκι απαλό κι ένας ήλιος σα διστακτικό παιδί. Μιά θάλασσα σειρά από μπούκλες σαν το τελείωμα των μαλλιών του. Στάθηκε γιά δυό λεπτά και πήρε μιά τζούρα εικόνες.
Μπήκε μέσα. Στο άγνωστο, πίσω από τους διάφανους τοίχους.
Βούλιαξε στο πάνω μέρος της κλεψύδρας κι άρχισε να πέφτει σιγά σιγά. Ανάθεμα αν θυμόταν έστω και το όνομα της. Άμμος. Βυθιζόταν. Ένας θόρυβος εκωφαντικός αύξησε τους παλμούς της. Φόρεσε ένα ζευγάρι ακουστικά. Κρατούσε στο χέρι την έξοδο κινδύνου μέσα σε ένα τόσο δα μικρό μπαλόνι. Στο δεξί. Το αριστερό ούτε που το αισθανόταν.
Με το πλάι των ματιών χάζευε δεκάδες αστραγάλους πίσω από ένα χοντρό κρύσταλλο. Ρυθμικές μεταλικές κινήσεις. Κάτι σαν εκρεμές στην διαπασών.
Έμοιαζε με νεράιδα. Το χάρτινο θαλασσί φόρεμα με τα πλεκτά μανίκια στους καρπούς έπλεε γύρω από το γυμνό σώμα της. Ο φόβος λούφαζε στις δίπλες της φαρδιάς ζώνης που έδεσε κόμπο στο χέρι της.
Εκεί στο στένωμα της κλεψύδρας, έκλεισε σφιχτά τα μάτια.
Όταν τα άνοιξε ξανά, λίγο πίσω, λίγο πλάγια, προσπαθώντας να επανακτίσει την ανάσα της, είδε ό,τι αγάπησε, απέρριψε κι αγάπησε, απέρριψε κι αγάπησε κι έπειτα αγάπησε ακόμη πιό πολύ.
Μπήκε μέσα. Στο άγνωστο, πίσω από τους διάφανους τοίχους.
Βούλιαξε στο πάνω μέρος της κλεψύδρας κι άρχισε να πέφτει σιγά σιγά. Ανάθεμα αν θυμόταν έστω και το όνομα της. Άμμος. Βυθιζόταν. Ένας θόρυβος εκωφαντικός αύξησε τους παλμούς της. Φόρεσε ένα ζευγάρι ακουστικά. Κρατούσε στο χέρι την έξοδο κινδύνου μέσα σε ένα τόσο δα μικρό μπαλόνι. Στο δεξί. Το αριστερό ούτε που το αισθανόταν.
Με το πλάι των ματιών χάζευε δεκάδες αστραγάλους πίσω από ένα χοντρό κρύσταλλο. Ρυθμικές μεταλικές κινήσεις. Κάτι σαν εκρεμές στην διαπασών.
Έμοιαζε με νεράιδα. Το χάρτινο θαλασσί φόρεμα με τα πλεκτά μανίκια στους καρπούς έπλεε γύρω από το γυμνό σώμα της. Ο φόβος λούφαζε στις δίπλες της φαρδιάς ζώνης που έδεσε κόμπο στο χέρι της.
Εκεί στο στένωμα της κλεψύδρας, έκλεισε σφιχτά τα μάτια.
Όταν τα άνοιξε ξανά, λίγο πίσω, λίγο πλάγια, προσπαθώντας να επανακτίσει την ανάσα της, είδε ό,τι αγάπησε, απέρριψε κι αγάπησε, απέρριψε κι αγάπησε κι έπειτα αγάπησε ακόμη πιό πολύ.
Tuesday, August 26, 2008
η αηδονόπιτα
απο τις σελίδες 432-433..
Φοβάμαι την αλήθεια, μα πιό πολύ φοβάμαι αν τυχόν αυτή δεν υπάρχει. Αν όλα είναι προσωπικές μας θεωρήσεις, αν αυτή είναι μονάχα ένα είδωλο που ανάλογα με την θέση του ήλιου δίνει κάθε φορά και διαφορετική σκιά, αν ο καθένας διαλέγει ένα κομμάτι αυτής της σκιάς και εκεί κρύβει το ηλιοκαμένο κεφάλι του. Ο ήλιος, το ξέρεις καλά αυτό, δεν υποφέρεται γιά πολύ, δεν μπορείς να ζήσεις γιά πολύ ξεσκούφωτος από κάτω του.
Παρόλο το φόβο, σε μιά στιγμή παραφοράς άρπαξα το γράμμα στα χέρια μου κι έσκισα το περιτύλιγμα. Τα κομμάτια της εφημερίδας του Μάγερ τα σκόρπισε γρήγορα ο αέρας εδώ κι εκεί. Το κράτησα στο χέρι και παρατήρησα με βουλιμία τα γράμματα της, αυτά των Γραικών με τις πολλές ουρές και τις περικοκλάδες, μου θύμισαν τα χέρια της που όταν μ' αγκάλιαζαν λύγιζαν σαν τον τρυφερό βλαστό του αμπελιού.. μου θύμισαν τις τρίχες των μαλλιών της, όλο αυτό το σγουρό αλφαβητάρι που στολίζει το κεφάλι της.
Ύστερα από λίγα λεπτά, αφού το διάβασα, έβαλα τα κλάματα. Μοναξιά, ας είσαι ευλογημένη, τους λυγμούς σου τους ακούει μόνο ο άνεμος. Έτσι πήρα το χηνόφτερο στο χέρι κι άρχισα να σου γράφω. Τώρα όμως κλείνω εδώ, γιατί νύχτωσε. Αύριο στο πρώτο φως θα σου ξαναγράψω, αύριο, όταν θα βγω απ΄τη σκοτεινή τρύπα, αύριο, όταν θα κοιτάζω τους γλάρους με το νηστικό κόκκινο μάτι του κυνηγού, θα σου γράψω.
και μπαίνω στον πειρασμό να αποκαλύψω την τελευταία παράγραφο:
Σ΄αυτό το καμίνι θα λιώσω τον ασβέστη που θα χτίσουμε το καινούργιο σπίτι. 'Ολα αυτά ώσπου να'ρθει η ώρα να σε ξανάβρω. 'Οταν νιώσω ότι μου φεύγει η τελευταία ανάσα απ' το στόμα, θα ζητήσω να μου στείψουν ένα ρόδι να βουτήξω μέσα τα δάχτυλά μου και να βάψω μ' αυτά τα μάτια και τα χείλη, γιά να 'ρθω όμορφη να σε συναντήσω, μικρέ μου Μπάιρον, φλουρί μου.
υ. γ.
ένα βιβλίο, με τον τίτλο ''η αηδονόπιτα''που με γέμισε εικόνες και συναίσθημα, το δεύτερο υπέροχο μυθιστόρημα του αγαπημένου μου πλέον και συμπολίτη, Ισίδωρου Ζουργού.
Καθώς το διάβαζα και χανόμουν σε ενα χείμαρο απο εικόνες καθώς ταυτιζόμουν με τον Γαβριήλ και την Λαζαρίνα, αυτό που σκεφτόμουν ήταν πόσο τυχερά θα είναι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου, που προφανώς θα έχουν ακούσει με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο τις σελίδες του βιβλίου της ιστορίας, και όχι μόνο, από το στόμα του δασκάλου τους.. αλήθεια ζήλεψα..
Φοβάμαι την αλήθεια, μα πιό πολύ φοβάμαι αν τυχόν αυτή δεν υπάρχει. Αν όλα είναι προσωπικές μας θεωρήσεις, αν αυτή είναι μονάχα ένα είδωλο που ανάλογα με την θέση του ήλιου δίνει κάθε φορά και διαφορετική σκιά, αν ο καθένας διαλέγει ένα κομμάτι αυτής της σκιάς και εκεί κρύβει το ηλιοκαμένο κεφάλι του. Ο ήλιος, το ξέρεις καλά αυτό, δεν υποφέρεται γιά πολύ, δεν μπορείς να ζήσεις γιά πολύ ξεσκούφωτος από κάτω του.
Παρόλο το φόβο, σε μιά στιγμή παραφοράς άρπαξα το γράμμα στα χέρια μου κι έσκισα το περιτύλιγμα. Τα κομμάτια της εφημερίδας του Μάγερ τα σκόρπισε γρήγορα ο αέρας εδώ κι εκεί. Το κράτησα στο χέρι και παρατήρησα με βουλιμία τα γράμματα της, αυτά των Γραικών με τις πολλές ουρές και τις περικοκλάδες, μου θύμισαν τα χέρια της που όταν μ' αγκάλιαζαν λύγιζαν σαν τον τρυφερό βλαστό του αμπελιού.. μου θύμισαν τις τρίχες των μαλλιών της, όλο αυτό το σγουρό αλφαβητάρι που στολίζει το κεφάλι της.
Ύστερα από λίγα λεπτά, αφού το διάβασα, έβαλα τα κλάματα. Μοναξιά, ας είσαι ευλογημένη, τους λυγμούς σου τους ακούει μόνο ο άνεμος. Έτσι πήρα το χηνόφτερο στο χέρι κι άρχισα να σου γράφω. Τώρα όμως κλείνω εδώ, γιατί νύχτωσε. Αύριο στο πρώτο φως θα σου ξαναγράψω, αύριο, όταν θα βγω απ΄τη σκοτεινή τρύπα, αύριο, όταν θα κοιτάζω τους γλάρους με το νηστικό κόκκινο μάτι του κυνηγού, θα σου γράψω.
και μπαίνω στον πειρασμό να αποκαλύψω την τελευταία παράγραφο:
Σ΄αυτό το καμίνι θα λιώσω τον ασβέστη που θα χτίσουμε το καινούργιο σπίτι. 'Ολα αυτά ώσπου να'ρθει η ώρα να σε ξανάβρω. 'Οταν νιώσω ότι μου φεύγει η τελευταία ανάσα απ' το στόμα, θα ζητήσω να μου στείψουν ένα ρόδι να βουτήξω μέσα τα δάχτυλά μου και να βάψω μ' αυτά τα μάτια και τα χείλη, γιά να 'ρθω όμορφη να σε συναντήσω, μικρέ μου Μπάιρον, φλουρί μου.
υ. γ.
ένα βιβλίο, με τον τίτλο ''η αηδονόπιτα''που με γέμισε εικόνες και συναίσθημα, το δεύτερο υπέροχο μυθιστόρημα του αγαπημένου μου πλέον και συμπολίτη, Ισίδωρου Ζουργού.
Καθώς το διάβαζα και χανόμουν σε ενα χείμαρο απο εικόνες καθώς ταυτιζόμουν με τον Γαβριήλ και την Λαζαρίνα, αυτό που σκεφτόμουν ήταν πόσο τυχερά θα είναι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου, που προφανώς θα έχουν ακούσει με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο τις σελίδες του βιβλίου της ιστορίας, και όχι μόνο, από το στόμα του δασκάλου τους.. αλήθεια ζήλεψα..
Sunday, August 24, 2008
χάρτινα όνειρα
Eίναι κάτι όνειρα, που έρχονται σα φαντάσματα στο φως της μέρας και σε κυκλώνουν.
Σα πουλιά κτυπούν με τα φτερά τους την αχόρταγη ψυχή σου και σκοτεινιάζουν οτιδήποτε γύρω σου.
Θολώνουν τον νου, κάνουν την καρδιά να κτυπά, ζητούν να τα ακολουθήσεις.
Κι εσύ νομίζοντας πως είναι όνειρα στο χρώμα του δειλινού, τρέχεις ξοπίσω τους.
Είναι εκείνος ο καιρός, όπου όλα είναι συγκεχυμένα, το Πριν, το Μετά, το Τώρα.
Όλα αυτά ένα. Το χρώμα της νύχτας μόνιμα μέσα σου. Δίχως άστρα και το φεγγάρι στην χάση του.
Κάθεσαι στο παράθυρο και δε ξεχωρίζεις την λιακάδα από την βροχή. Όλα μυρίζουν το ίδιο άσχημα, και τίποτα δεν έχει κάποιο σκοπό.
Τίποτα.
Μόνο το όνειρο που έχει διαλέξει να σε πάρει μαζί του. Αυτό που θα σε κάνει να κυνηγάς μάγισσες. Να αρπάζεσαι από την Ουτοπία. Να τοποθετείς μπροστά σου ένα ψεύτικο πίνακα και να προσπαθείς να περπατήσεις στην επιφάνεια του.
Να γλυστράς και να σε ηδονίζει. Γιά να το κυνηγήσεις πιό επίμονα. Και το χειρότερο, πιστεύεις πως αυτό είναι Ζωή.
Ο εγωισμός σου φουντώνει. Τόσο που τίποτα άλλο δε σου αποσπά την προσοχή. Τίποτα αληθινό.
Είναι κάτι εφιάλτες που έρχονται μεταμφιεσμένοι σε όνειρα και σε τυλίγουν.
Ούτε που τα υποψιάζεσαι. Ακολουθείς με ένα χαμόγελο να.. κι ας είναι η σκοτεινιά στο βάθος.
Κι είναι κάτι όνειρα άλλα, από εκείνα που δε σου ζητούν βίαια να τα αρπάξεις, αλλά σα σβολαράκι πλάθονται στα χέρια σου. Ζεσταίνονται απαλά στην χούφτα σου. Και παίρνουν σιγά σιγά χρώμα και υφή. Πολύ σιγά. Πνοή από την πνοή σου.
Σε αφήνουν να χαλαρώσεις, να τα εμπιστευτείς.
Σε τυλίγουν ευωδιαστά. Και χτίζουν στην ψυχή σου ένα λούνα παρκ, μιά παιδική χαρά να κανακέψει το παιδί μέσα σου.
Να προσέχεις.. τα όνειρα σου..
Σα πουλιά κτυπούν με τα φτερά τους την αχόρταγη ψυχή σου και σκοτεινιάζουν οτιδήποτε γύρω σου.
Θολώνουν τον νου, κάνουν την καρδιά να κτυπά, ζητούν να τα ακολουθήσεις.
Κι εσύ νομίζοντας πως είναι όνειρα στο χρώμα του δειλινού, τρέχεις ξοπίσω τους.
Είναι εκείνος ο καιρός, όπου όλα είναι συγκεχυμένα, το Πριν, το Μετά, το Τώρα.
Όλα αυτά ένα. Το χρώμα της νύχτας μόνιμα μέσα σου. Δίχως άστρα και το φεγγάρι στην χάση του.
Κάθεσαι στο παράθυρο και δε ξεχωρίζεις την λιακάδα από την βροχή. Όλα μυρίζουν το ίδιο άσχημα, και τίποτα δεν έχει κάποιο σκοπό.
Τίποτα.
Μόνο το όνειρο που έχει διαλέξει να σε πάρει μαζί του. Αυτό που θα σε κάνει να κυνηγάς μάγισσες. Να αρπάζεσαι από την Ουτοπία. Να τοποθετείς μπροστά σου ένα ψεύτικο πίνακα και να προσπαθείς να περπατήσεις στην επιφάνεια του.
Να γλυστράς και να σε ηδονίζει. Γιά να το κυνηγήσεις πιό επίμονα. Και το χειρότερο, πιστεύεις πως αυτό είναι Ζωή.
Ο εγωισμός σου φουντώνει. Τόσο που τίποτα άλλο δε σου αποσπά την προσοχή. Τίποτα αληθινό.
Είναι κάτι εφιάλτες που έρχονται μεταμφιεσμένοι σε όνειρα και σε τυλίγουν.
Ούτε που τα υποψιάζεσαι. Ακολουθείς με ένα χαμόγελο να.. κι ας είναι η σκοτεινιά στο βάθος.
Κι είναι κάτι όνειρα άλλα, από εκείνα που δε σου ζητούν βίαια να τα αρπάξεις, αλλά σα σβολαράκι πλάθονται στα χέρια σου. Ζεσταίνονται απαλά στην χούφτα σου. Και παίρνουν σιγά σιγά χρώμα και υφή. Πολύ σιγά. Πνοή από την πνοή σου.
Σε αφήνουν να χαλαρώσεις, να τα εμπιστευτείς.
Σε τυλίγουν ευωδιαστά. Και χτίζουν στην ψυχή σου ένα λούνα παρκ, μιά παιδική χαρά να κανακέψει το παιδί μέσα σου.
Να προσέχεις.. τα όνειρα σου..
Wednesday, August 20, 2008
αυτό το ''κάτι''
Σκαλίζω ένα παρελθόν που όσο απομακρύνεται με πλησιάζει. Θέλω να θυμηθώ την μέρα που φανερώθηκε αυτό το ''κάτι''. Αυτό που με κατέκτησε καλύπτοντας με με μια αόρατη σκόνη. Που με έκανε κτήμα του. Υποχείριο του.
Πέρασε κάτω από το δέρμα μου. Κατάλευκο και διάφανο το δικό μου. Απαλό και μερικές φορές ροζέ. Ακατοίκητο. Στα σημεία που ποθούσες. Σκουρόχρωμο και δασύτριχο το δικό σου, στα σημεία που λαχτάρισα και στην συνέχεια...
Θέλω να θυμηθώ πότε ξεκίνησε αυτό το ''κάτι'', που ακόμη και σήμερα, επιστρέφοντας στο σπίτι με μιά αγκαλιά λουλούδια κάνει το βλέμμα μου να κοιτάει αλλού και τον νου μου να χάνεται. Σα το φεγγάρι που γεμίζει κι αδειάζει άβουλο κατά πως του προστάζει η φύση, άλλες φορές να λούζει την θάλασσα κι άλλες να την αφήνει σ ένα σκοτάδι επίμονο.
Σου έστειλα ένα μήνυμα με το κινητό.
-Σ αγαπάω σου έγραψα.
-Πάντα καταφέρνεις να μ αφήνεις άφωνο, ό,τι και να πω δεν φτάνει τις δύο αυτές λέξεις μου απάντησες.
Δεν θα το μάθεις ποτέ, μα ένα δάκρυ, μοναχικό κι ατίθασο έκανε την επανάσταση του φιλώντας το μάγουλο μου. Το άφησα να τρέξει, ώσπου εξατμίστηκε από την ζέστη και την ίδια του την αδυναμία.
Θέλω να φέρω στο νου, πότε μου ήρθε εκείνο το ''κάτι'' που κάθε πρωί προστάζει τα δάχτυλα μου να σημαδεύουν το δέρμα μου με το μονόγραμμα σου. Ένα ολόκληρο, μεγάλο Κεφαλαίο γράμμα. Τι αξία μπορούν να έχουν τρεις τόσες δα ευθείες που ακουμπούν γλυκά η μία στην άλλη; Πόση πιά; Αν ήταν τουλάχιστον ένα Γ ίσως πονούσε λιγότερο, κι ένα Ω να χάιδευε ολοστρόγγυλο γλύφοντας τις πληγές μου. Μα αυτές οι τρεις μοναδικές ευθείες λεπίδες που πρώτα πυρώνονται στο στόμα ενός ψεύτη ήλιου και μετά βαθιά μπήγονται, έτσι είναι!
Θέλω να θυμηθώ την ανάγκη που είχα Τότε να Νιώσω, κι αρπάχτηκα από τις γραμμές σου, και πάλι να είναι η ίδια ανάγκη που δε μ αφήνει να ξεχάσω, να συγχωρήσω, να γράψω όλες τις μνήμες μου σ ένα μεγάλο κομμάτι πάγου;
Να συγχωρήσω, κι ίσως ο πόνος σταδιακά υποχωρήσει. Μαζί κι οι θύμησες. Τι λύτρωση!
Άδεια να βλέπω ξανά από την αρχή. Να μου μιλάς και τα λόγια σου να περνούν έτσι σα να μην ειπώθηκαν ποτέ. Οι λέξεις σου να μην τσιμπούν την ψυχή μου. Να μην ψάχνω πίσω τους. Οι στίχοι των ποιητών να μην έχουν γραφτεί γιά μένα. Οι μουσικές να ακούγονται ξένες και στα βιβλία να μη βρίσκω κανένα συναίσθημα.
Να με πείσω πως αυτο το ''κάτι'' ήρθε μόνο γιατί εγώ το κάλεσα. Ήρθε από ανάγκη. Όχι γιατί ήταν η στιγμή του. Δεν υπήρχε καμμία μαγεία, χημεία κι όλα ήταν προβλέψιμα. Κυρίως αυτό, προβλέψιμα!
Κι η ανάγκη είναι εξάρτηση. Κι όταν μπορείς και ονομάζεις κάτι έχεις την δύναμη να το διώξεις μακριά σου έτσι; Το βάζεις στην σκάφη και το ξεπλένεις με τα χάδια σου, μέχρι να φύγουν όλα τα σημάδια ναι;
Θέλω να ξυπνήσω ένα πρωινό και να μην είσαι στην σκέψη μου καρδιά μου, κι ίσως τότε πιά ξαναγυρίσω στις αλησμόνητες μέρες εκείνης της άγουρης Άνοιξης, του Πριν..
Τις μέρες εκείνες που ξυπνούσαμε κι ήταν τα πρωινά τόσο λευκά, έτοιμα να δεχτούν τα πάντα.
Λύτρωση θα ήταν!
Πέρασε κάτω από το δέρμα μου. Κατάλευκο και διάφανο το δικό μου. Απαλό και μερικές φορές ροζέ. Ακατοίκητο. Στα σημεία που ποθούσες. Σκουρόχρωμο και δασύτριχο το δικό σου, στα σημεία που λαχτάρισα και στην συνέχεια...
Θέλω να θυμηθώ πότε ξεκίνησε αυτό το ''κάτι'', που ακόμη και σήμερα, επιστρέφοντας στο σπίτι με μιά αγκαλιά λουλούδια κάνει το βλέμμα μου να κοιτάει αλλού και τον νου μου να χάνεται. Σα το φεγγάρι που γεμίζει κι αδειάζει άβουλο κατά πως του προστάζει η φύση, άλλες φορές να λούζει την θάλασσα κι άλλες να την αφήνει σ ένα σκοτάδι επίμονο.
Σου έστειλα ένα μήνυμα με το κινητό.
-Σ αγαπάω σου έγραψα.
-Πάντα καταφέρνεις να μ αφήνεις άφωνο, ό,τι και να πω δεν φτάνει τις δύο αυτές λέξεις μου απάντησες.
Δεν θα το μάθεις ποτέ, μα ένα δάκρυ, μοναχικό κι ατίθασο έκανε την επανάσταση του φιλώντας το μάγουλο μου. Το άφησα να τρέξει, ώσπου εξατμίστηκε από την ζέστη και την ίδια του την αδυναμία.
Θέλω να φέρω στο νου, πότε μου ήρθε εκείνο το ''κάτι'' που κάθε πρωί προστάζει τα δάχτυλα μου να σημαδεύουν το δέρμα μου με το μονόγραμμα σου. Ένα ολόκληρο, μεγάλο Κεφαλαίο γράμμα. Τι αξία μπορούν να έχουν τρεις τόσες δα ευθείες που ακουμπούν γλυκά η μία στην άλλη; Πόση πιά; Αν ήταν τουλάχιστον ένα Γ ίσως πονούσε λιγότερο, κι ένα Ω να χάιδευε ολοστρόγγυλο γλύφοντας τις πληγές μου. Μα αυτές οι τρεις μοναδικές ευθείες λεπίδες που πρώτα πυρώνονται στο στόμα ενός ψεύτη ήλιου και μετά βαθιά μπήγονται, έτσι είναι!
Θέλω να θυμηθώ την ανάγκη που είχα Τότε να Νιώσω, κι αρπάχτηκα από τις γραμμές σου, και πάλι να είναι η ίδια ανάγκη που δε μ αφήνει να ξεχάσω, να συγχωρήσω, να γράψω όλες τις μνήμες μου σ ένα μεγάλο κομμάτι πάγου;
Να συγχωρήσω, κι ίσως ο πόνος σταδιακά υποχωρήσει. Μαζί κι οι θύμησες. Τι λύτρωση!
Άδεια να βλέπω ξανά από την αρχή. Να μου μιλάς και τα λόγια σου να περνούν έτσι σα να μην ειπώθηκαν ποτέ. Οι λέξεις σου να μην τσιμπούν την ψυχή μου. Να μην ψάχνω πίσω τους. Οι στίχοι των ποιητών να μην έχουν γραφτεί γιά μένα. Οι μουσικές να ακούγονται ξένες και στα βιβλία να μη βρίσκω κανένα συναίσθημα.
Να με πείσω πως αυτο το ''κάτι'' ήρθε μόνο γιατί εγώ το κάλεσα. Ήρθε από ανάγκη. Όχι γιατί ήταν η στιγμή του. Δεν υπήρχε καμμία μαγεία, χημεία κι όλα ήταν προβλέψιμα. Κυρίως αυτό, προβλέψιμα!
Κι η ανάγκη είναι εξάρτηση. Κι όταν μπορείς και ονομάζεις κάτι έχεις την δύναμη να το διώξεις μακριά σου έτσι; Το βάζεις στην σκάφη και το ξεπλένεις με τα χάδια σου, μέχρι να φύγουν όλα τα σημάδια ναι;
Θέλω να ξυπνήσω ένα πρωινό και να μην είσαι στην σκέψη μου καρδιά μου, κι ίσως τότε πιά ξαναγυρίσω στις αλησμόνητες μέρες εκείνης της άγουρης Άνοιξης, του Πριν..
Τις μέρες εκείνες που ξυπνούσαμε κι ήταν τα πρωινά τόσο λευκά, έτοιμα να δεχτούν τα πάντα.
Λύτρωση θα ήταν!
Monday, August 18, 2008
κομμάτια μου
Προχθές απόλαυσα την πανσέληνο παρέα με μιά τεράστια οθόνη κι έναν ουρανό μπλε μωβ. Κρυβόταν ντροπαλή πίσω από τις φυλλωσιές ενός και μοναδικού δέντρου, κι έπειτα μας κορόιδευε φανερώνοντας μιά κατακόκκινη γλώσσα και διαγράφοντας το ταξίδι της.Γιά την έκλειψη δεν ήξερα. Μετά από ώρα πήρα είδηση πως αυτό που την σκέπαζε σιγά σιγά, αυτό που την έκανε να δείχνει μελανιασμένη και θυμωμένη, δεν ήταν σύννεφο.
Μην παραξενεύεσαι μα είμαι τεμαχισμένη κι είναι πολλά τα κομμάτια μου. Δεν έχω μοιράσει τίποτα, μόνο δανείζω, γιά λίγο, γιά όσο.. μιά που το πάντα το έχω χάσει από το λεξιλόγιο μου προ πολλού. Συνήθως, κοιτάω τον άλλον στα μάτια και ψάχνω τι ακριβώς του λείπει να του δώσω.
Νιώθεις μοναξιά; Έχεις την συντροφιά μου.
Θέλεις να νιώσεις σπουδαίος; Έχεις την προσοχή μου.
Θέλεις να αισθανθείς πως με κατευθύνεις; Έχεις ένα μικρό παιδί που διψά να μάθει στα χέρια σου.
Να νιώσεις άντρας; Μοναδικός; Να μιά γυναίκα που έχει την ανάγκη να θαυμάζει κάποιον.
Έχεις βάλει στοίχημα με τον εαυτό σου πως θέλεις να γνωρίσεις την ''φεγγαρένια'';
Να τρέξω κι ας ξέρω πως θα έρθω γιά να σε βοηθήσω να διαπιστώσεις πως αυτό που περίμενες ήταν ό,τι είχε πλάσει η φαντασία σου και μόνο.
Όταν συναντώ κάποιον γιά πρώτη φορά, θέλω να τον μάθω, κι οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Με ανόμοιες παραξενιές που προσπαθώ να κατανοήσω. Όχι μάταια μα μου παίρνει χρόνο. Κι άλλες φορές όση ζάχαρη κι αν έχει στο κουτάλι είναι δύσκολο να την καταπιώ. Προσπαθώ κόκκο κόκκο αν δω πως έστω και ελάχιστα αξίζει τον κόπο. Δυσανασχετώ μα ούτε που θα το μάθεις. Δεν θα σε πονέσω, τουλάχιστον όσο περνά από το χέρι μου.
Κι έτσι καθώς περνάει ο καιρός, τι αστείο, έρχεσαι εσύ και μου λες, μα δε μου λες, τα δάχτυλά σου μου δείχνεις με νύχια κατακόκκινα, πέντε στον αριθμό.
Με μετατοπίζεις μία θέση πιό εκεί, με βοηθάς να δω κατάματα αυτό που μέχρι τώρα αρνιόμουν να δεχτώ.
Έχω μάθει μονάχη μου, κι ήταν το πιό σωστό μάθημα της ζωής αυτό, η μαγκιά ξέρεις είναι να είσαι με το μέσα σου καλά. Μαγκιά είναι λέω εγώ η ισορροπία, η ψυχική.
Άλλοι λένε πως μαγκιά είναι να τα βολεύεις ανάλογα με τις περιστάσεις. Να πλάθεσαι.
Το είπαν αυτό κι εξυπνάδα, μα πόσους έξυπνους ανθρώπους έχω γνωρίσει στην ζωή μου; Απορίπτω αυτή την λέξη από το λεξιλόγιο μου, όπως και την αντίθετη της. Υπάρχουν στην εποχή μας βλάκες;
Λάθος, λάθος λέξεις, λάθος έκφραση.
Μαγκιά είναι η εσωτερική ισορροπία. Εάν το έχεις αυτό τα έχεις όλα.
Μαγκιά είναι και το να μη δανείζεις, να μη προσφέρεις τον χρόνο σου στους άλλους.
Ή τουλάχιστον να τον προσφέρεις σε πακέτο συλλεκτικό. Σε περιορισμένο αριθμό.
Μαγκιά είναι, τα πουκάμισα που αλλάζουν οι άνθρωποι γύρω σου, να μην τα μαζεύεις σωρό μπροστά σου μα να τα καις στρέφοντας νου και βλέμμα αλλού.
Ευτυχώς αυτή ακριβώς την μοναξιά μου, την έχω λατρέψει πιό πολύ, μα πιό πολύ απ όλα.
Μέχρι που τώρα πιά την θεωρώ επιλογή μου, κι ας έγινε από ανάγκη.
Αλλά ούτε κι αυτό θα σου το πω, κι ούτε θα το καταλάβεις.
Φιλί
Μην παραξενεύεσαι μα είμαι τεμαχισμένη κι είναι πολλά τα κομμάτια μου. Δεν έχω μοιράσει τίποτα, μόνο δανείζω, γιά λίγο, γιά όσο.. μιά που το πάντα το έχω χάσει από το λεξιλόγιο μου προ πολλού. Συνήθως, κοιτάω τον άλλον στα μάτια και ψάχνω τι ακριβώς του λείπει να του δώσω.
Νιώθεις μοναξιά; Έχεις την συντροφιά μου.
Θέλεις να νιώσεις σπουδαίος; Έχεις την προσοχή μου.
Θέλεις να αισθανθείς πως με κατευθύνεις; Έχεις ένα μικρό παιδί που διψά να μάθει στα χέρια σου.
Να νιώσεις άντρας; Μοναδικός; Να μιά γυναίκα που έχει την ανάγκη να θαυμάζει κάποιον.
Έχεις βάλει στοίχημα με τον εαυτό σου πως θέλεις να γνωρίσεις την ''φεγγαρένια'';
Να τρέξω κι ας ξέρω πως θα έρθω γιά να σε βοηθήσω να διαπιστώσεις πως αυτό που περίμενες ήταν ό,τι είχε πλάσει η φαντασία σου και μόνο.
Όταν συναντώ κάποιον γιά πρώτη φορά, θέλω να τον μάθω, κι οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Με ανόμοιες παραξενιές που προσπαθώ να κατανοήσω. Όχι μάταια μα μου παίρνει χρόνο. Κι άλλες φορές όση ζάχαρη κι αν έχει στο κουτάλι είναι δύσκολο να την καταπιώ. Προσπαθώ κόκκο κόκκο αν δω πως έστω και ελάχιστα αξίζει τον κόπο. Δυσανασχετώ μα ούτε που θα το μάθεις. Δεν θα σε πονέσω, τουλάχιστον όσο περνά από το χέρι μου.
Κι έτσι καθώς περνάει ο καιρός, τι αστείο, έρχεσαι εσύ και μου λες, μα δε μου λες, τα δάχτυλά σου μου δείχνεις με νύχια κατακόκκινα, πέντε στον αριθμό.
Με μετατοπίζεις μία θέση πιό εκεί, με βοηθάς να δω κατάματα αυτό που μέχρι τώρα αρνιόμουν να δεχτώ.
Έχω μάθει μονάχη μου, κι ήταν το πιό σωστό μάθημα της ζωής αυτό, η μαγκιά ξέρεις είναι να είσαι με το μέσα σου καλά. Μαγκιά είναι λέω εγώ η ισορροπία, η ψυχική.
Άλλοι λένε πως μαγκιά είναι να τα βολεύεις ανάλογα με τις περιστάσεις. Να πλάθεσαι.
Το είπαν αυτό κι εξυπνάδα, μα πόσους έξυπνους ανθρώπους έχω γνωρίσει στην ζωή μου; Απορίπτω αυτή την λέξη από το λεξιλόγιο μου, όπως και την αντίθετη της. Υπάρχουν στην εποχή μας βλάκες;
Λάθος, λάθος λέξεις, λάθος έκφραση.
Μαγκιά είναι η εσωτερική ισορροπία. Εάν το έχεις αυτό τα έχεις όλα.
Μαγκιά είναι και το να μη δανείζεις, να μη προσφέρεις τον χρόνο σου στους άλλους.
Ή τουλάχιστον να τον προσφέρεις σε πακέτο συλλεκτικό. Σε περιορισμένο αριθμό.
Μαγκιά είναι, τα πουκάμισα που αλλάζουν οι άνθρωποι γύρω σου, να μην τα μαζεύεις σωρό μπροστά σου μα να τα καις στρέφοντας νου και βλέμμα αλλού.
Ευτυχώς αυτή ακριβώς την μοναξιά μου, την έχω λατρέψει πιό πολύ, μα πιό πολύ απ όλα.
Μέχρι που τώρα πιά την θεωρώ επιλογή μου, κι ας έγινε από ανάγκη.
Αλλά ούτε κι αυτό θα σου το πω, κι ούτε θα το καταλάβεις.
Φιλί
Friday, August 15, 2008
Αυτό μάτια μου!
Σα να μάζεψα ροδοπέταλα στην καρδιά του Αυγούστου. Μου φιλούσες τα γόνατα, ραγισμένα όχι από το παιχνίδι μα από την επιθυμία. Μου άπλωσες μία θάλασσα στα πόδια μου κι εγώ ψιθύριζα πως αυτό είναι αγάπη, ναι αυτό είναι αγάπη, πλάι στους λωβούς των αυτιών σου. Μετά τους έπιασα με την γλώσσα μου και τους πιπίλιζα σαν μπουκιές ώριμου καρπουζιού. Έφτυσα τους μαύρους σπόρους στο αλμυρό νερό, κι έγιναν βαρκάκι που με πέρασε στην απέναντι όχθη. Αυτό είναι ο έρωτας. Αυτό μάτια μου!
Ανοίγω τον ουρανό και μετρώ τ αστέρια του.
Το φεγγάρι γεμίζει κι εγώ θέλω να το αφήσω γιά δρόμους μυστικούς κι ελεύθερους.
Μα ποιά είναι η ελευθερία μου; Ετούτο ή εκείνο;
Ότι έζησα ή ότι μάταια έψαξα πνιγμένη σε ατέλειωτες σελίδες ουτοπίας;
Ποιό είναι το πιό αληθινό;
Τα λίγα δευτερόλεπτα της φωτογράφησης
ή τα χιλιάδες αναπολώ των επόμενων χρόνων;
Εσύ απέναντι μου ή εσύ πίσω από κάθε πρόσωπο;
ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Περπατάς στις παλάμες μου.
Ρουφάω την ζωντάνια σου. Ενέργεια που ίσως κάποτε σου έδωσα εγώ, ακριβώς γιά αυτό το σκοπό.
Ίσως και να μην. Να είμαι απλά ένα παρασητικό φυτό. Σαν αυτά τα λεπτά κι αδύναμα φυλλαράκια που κολλούν με λύσσα σε κορμούς δέντρων όλο ζωή και δύναμη.
Αυτό είναι ανασφάλεια κι αυτή μου περισσεύει.
Το ξέρεις ναι; Ξέρεις εσύ. Απ' όλα ξέρεις, κι από αγάπη, κι από έρωτα και από το να είσαι Εκεί..
όταν.. γιά όσο.. ίσως κι εγώ γι αυτό..
Ανοίγω τον ουρανό και μετρώ τ αστέρια του.
Το φεγγάρι γεμίζει κι εγώ θέλω να το αφήσω γιά δρόμους μυστικούς κι ελεύθερους.
Μα ποιά είναι η ελευθερία μου; Ετούτο ή εκείνο;
Ότι έζησα ή ότι μάταια έψαξα πνιγμένη σε ατέλειωτες σελίδες ουτοπίας;
Ποιό είναι το πιό αληθινό;
Τα λίγα δευτερόλεπτα της φωτογράφησης
ή τα χιλιάδες αναπολώ των επόμενων χρόνων;
Εσύ απέναντι μου ή εσύ πίσω από κάθε πρόσωπο;
ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Περπατάς στις παλάμες μου.
Ρουφάω την ζωντάνια σου. Ενέργεια που ίσως κάποτε σου έδωσα εγώ, ακριβώς γιά αυτό το σκοπό.
Ίσως και να μην. Να είμαι απλά ένα παρασητικό φυτό. Σαν αυτά τα λεπτά κι αδύναμα φυλλαράκια που κολλούν με λύσσα σε κορμούς δέντρων όλο ζωή και δύναμη.
Αυτό είναι ανασφάλεια κι αυτή μου περισσεύει.
Το ξέρεις ναι; Ξέρεις εσύ. Απ' όλα ξέρεις, κι από αγάπη, κι από έρωτα και από το να είσαι Εκεί..
όταν.. γιά όσο.. ίσως κι εγώ γι αυτό..
Subscribe to:
Posts (Atom)
Twas The Night Before Christmas
Οι άνθρωποι θέλουν διπλωματικές απαντήσεις κι εμένα δεν μ αρέσει καθόλου να είμαι ευέλικτος, είπε ο λαγός. Έτσι κι αλλιώς είχε συνηθίσει...